Ο σύγχρονος
κόσμος μπορεί να έχει απομακρυνθεί από την εποχή της μαγείας και της αλχημείας,
αλλά, πολύ συχνά, κάθε τι παράξενο και μαγικό μας προκαλεί το ενδιαφέρον και
μας κεντρίζει την περιέργεια. Μια τέτοια διάσταση, ανάμεσα στον σύγχρονο,
επιστημονικό τρόπο σκέψης, και στον παλιό, αλχημικό τρόπο παρατίθεται από τον
Βόλφγκανγκ Πάουλι, με αντίπαλους εκπροσώπους των δύο κόσμων τον Γιοχάνες Κέπλερ
και τον Ρόμπερτ Φλουντ, στο απόσπασμα που ακολουθεί, με τίτλο «Η επίδραση των
αρχετυπικών ιδεών στις επιστημονικές θεωρίες του Κέπλερ, από το βιβλίο «The Nature and the Psyche.» Λέει επαυτού ο Πάουλι:
«Οι απόψεις του
Κέπλερ για την κοσμική αρμονία, βασισμένες ουσιαστικά σε ποσοτικές, μαθηματικά
αποδεδειγμένες υποθέσεις, ήταν ασύμβατες με την άποψη μιας αρχαϊκής- μαγικής
περιγραφής της φύσης όπως αντιπροσωπεύεται από το έργο ενός σεβαστού γιατρού
της Οξφόρδης και Ροδόσταυρου, του Ρόμπερτ Φλουντ. Σε ένα παράρτημα του «Harmonices mundi» ο Κέπλερ επέκρινε πολύ έντονα το έργο του Φλουντ. Ο Φλουντ, ως εκπρόσωπος
της παραδοσιακής αλχημείας, δημοσίευσε μια λεπτομερή πολεμική εναντίον του
παραρτήματος του Κέπλερ, οπότε ο τελευταίος απάντησε με μια «Apologia» που ακολουθήθηκε από μια «Replicatio» (απάντηση) από τον Φλουντ.
Ο διανοητικός
«αντι-κόσμος» με τον οποίο συγκρούστηκε εδώ ο Κέπλερ είναι μια αρχαϊκή- μαγική
περιγραφή της φύσης που κορυφώνεται σε ένα μυστήριο μεταστοιχείωσης. Είναι η
γνωστή αλχημική διαδικασία κατά την οποία, μέσω διαφόρων χημικών διαδικασιών,
απελευθερώνεται από την πρωταρχική ύλη («prima materia») η κοσμοψυχή («anima mundi»), που κοιμόταν μέσα της, και με αυτόν τον τρόπο λυτρώνεται η ύλη και
μεταμορφώνεται o πειραματιστής.
Ο Φλουντ, σε αντίθεση με τον Κέπλερ, δεν είχε δικές του πρωτότυπες ιδέες να
διακηρύξει˙ ακόμη και οι αλχημικές του έννοιες διατυπώνονται με μια πολύ
πρωτόγονη μορφή. Το σύμπαν χωρίζεται σε τέσσερις σφαίρες, που αντιστοιχούν στο
αρχαίο δόγμα των τεσσάρων στοιχείων. Το υψηλότερο είναι το έμπυρο, ο κόσμος των
πνευμάτων, ακολουθούμενο κατά φθίνουσα σειρά από τον αιθέρα ως σύνδεσμο με τη
σφαίρα των στοιχείων και τα υποσεληνιακά πράγματα (τρίτο στοιχείο), και, στο τελευταίο
μέρος, από τη γη, που είναι επίσης η έδρα του διαβόλου. Ο κόσμος είναι η
κατοπτρική εικόνα του αόρατου Τριαδικού Θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται στον
κόσμο…
Οι δύο πολικές θεμελιώδεις αρχές του σύμπαντος είναι η μορφή ως η αρχή του φωτός, που προέρχεται από ψηλά, και η ύλη ως η σκοτεινή αρχή, που κατοικεί στη γη. Όλα τα όντα, από τους αγγέλους έως τα ορυκτά, διαφοροποιούνται μόνο ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη περιεκτικότητά τους σε φως. Ένας συνεχής αγώνας συνεχίζεται μεταξύ αυτών των πολικών αντιθέτων: από κάτω, η υλική πυραμίδα μεγαλώνει προς τα πάνω, από τη γη σαν ένα δέντρο, και η ύλη γίνεται πιο λεπτή προς την κορυφή. Την ίδια στιγμή, η μορφική πυραμίδα μεγαλώνει προς τα κάτω, με την κορυφή της στη γη, αντικατοπτρίζοντας ακριβώς την υλική πυραμίδα. Ο Φλουντ δεν διακρίνει ποτέ ξεκάθαρα ανάμεσα σε μια πραγματική, υλική διαδικασία και σε μια συμβολική αναπαράσταση. Λόγω της αναλογίας του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο, η χημική διαδικασία είναι πράγματι ταυτόχρονα μια αντανάκλαση ολόκληρου του σύμπαντος. Οι δύο κινήσεις, η μία προς τα κάτω και η άλλη προς τα πάνω, ονομάζονται επίσης συμπάθεια και αντιπάθεια… Μετά την απόσυρση της τυπικής (μορφικής) αρχής του φωτός, η ύλη παραμένει πίσω ως η σκοτεινή αρχή, αν και ήταν λανθανόντως παρούσα ως μέρος του Θεού… Στη μέση, στη σφαίρα του ήλιου, όπου αυτές οι αντίθετες αρχές απλώς αντισταθμίζουν η μία την άλλη, υπάρχει εμβαπτισμένο στο μυστήριο του χυμικού γάμου το ηλιακό βρέφος («infans solaris»), που είναι ταυτόχρονα η απελευθερωμένη κοσμοψυχή…
Σε συμφωνία με τις παλιές πυθαγόρειες ιδέες, ο Φλουντ εξάγει από τις αναλογίες των μερών αυτών των πυραμίδων την κοσμική μουσική, στην οποία τα ακόλουθα απλά μουσικά διαστήματα διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο:
Αυτό εκφράζεται στο χαρακτηριστικό σχήμα (αρχική εικόνα), που αντιπροσωπεύει το «κοσμικό μονόχορδο» («monochordus mundanus»).»
Σε ό,τι αφορά το μονόχορδο, πρόκειται για αρχαίο μουσικό και επιστημονικό όργανο, το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με το έργο του αρχαίου φιλοσόφου και θεωρητικού της μουσικής Πυθαγόρα, ο οποίος το χρησιμοποιούσε και για να διδάσκει τους μαθητές του φιλοσοφία. Αν και η ονομασία του οργάνου παραπέμπει στη χρήση μίας και μόνης χορδής, στην πραγματικότητα δύο χορδές ήταν το πλέον σύνηθες: η μία εξ αυτών «ανοιχτή» και η άλλη εφαπτόμενη σε κινητό τάστο (λεγόμενο κοινώς και «καβαλάρης» ή «γέφυρα»). Στην απλούστερη μορφή του, το μονόχορδο φέρει μία χορδή που εκτείνεται επί ενός ακουστικού ηχείου (το κυρίως σώμα του οργάνου). Η χρήση κινητών τάστων επιτρέπει την ελεγχόμενη αλλοίωση του ύψους του τόνου, από την οποία προκύπτει η μεταξύ τους μαθηματική σχέση. [1]
Το μονόχορδο αναφέρεται στα Σουμεριακά γραπτά και, σύμφωνα με ορισμένους, εφευρέθηκε εκ νέου από τον Πυθαγόρα (6ος αιώνας π.Χ.). Η εφεύρεση της κινητής γέφυρας αποδίδεται στον Γκουίντο ντ’ Αρέτσο, γύρω στο 1000 μ.Χ. Το 1618, ο Ρόμπερτ Φλουντ επινόησε ένα κοσμικό μονόχορδο (αλλιώς ουράνιο ή θεϊκό μονόχορδο), που συνέδεε το Πτολεμαϊκό σύμπαν με τα μουσικά διαστήματα. [2]
Συνεχίζει ο Πάουλι:
«Η γενική άποψη
του Φλουντ είναι ότι η αληθινή κατανόηση της παγκόσμιας αρμονίας και συνεπώς
και της αληθινής αστρονομίας είναι αδύνατη χωρίς τη γνώση των αλχημικών ή των
Ροδοσταυρικών μυστηρίων. Οτιδήποτε παράγεται χωρίς γνώση αυτών των μυστηρίων
είναι μια αυθαίρετη, υποκειμενική μυθοπλασία. Σύμφωνα με τον Κέπλερ, από την
άλλη, μόνο αυτό που είναι ικανό για ποσοτική, μαθηματική απόδειξη ανήκει στην
αντικειμενική επιστήμη, τα υπόλοιπα είναι προσωπικά. Είναι ήδη φανερό από τα
καταληκτικά λόγια του στο «Harmonices mundi» ότι ο Κέπλερ
έπρεπε να πολεμήσει για να δικαιολογήσει την υιοθέτηση αυστηρών μαθηματικών
μεθόδων απόδειξης:
«Από αυτή τη
σύντομη συζήτηση νομίζω ότι είναι σαφές ότι, αν και η γνώση των αρμονικών
αναλογιών είναι πολύ απαραίτητη για να κατανοήσουμε τα πυκνά μυστήρια της
εξαιρετικά βαθιάς φιλοσοφίας που διδάσκει ο Ρόμπερτ [Φλουντ], εντούτοις ο
τελευταίος, ο οποίος έχει μελετήσει ακόμη και το δικό μου έργο ολόκληρο, προς
το παρόν, θα παραμείνει όχι λιγότερο μακριά από αυτά τα περίπλοκα μυστήρια, όσο
αυτές [οι αναλογίες] έχουν απομακρυνθεί [για αυτόν] από την ακριβή βεβαιότητα
των μαθηματικών αποδείξεων.»
Η αποστροφή του Φλουντ
για όλες τις ποσοτικές μετρήσεις αποκαλύπτεται στα ακόλουθα αποσπάσματα:
«Αυτά που έχει
εκφράσει [ο Κέπλερ] με πολλές λέξεις και μακροσκελή συζήτηση, τα έχω συμπιέσει
σε λίγες λέξεις και τα έχω εξηγήσει με ιερογλυφικά και εξαιρετικά σημαντικά σχήματα,
όχι, σίγουρα, για τον λόγο ότι απολαμβάνω τις εικόνες (όπως λέει αλλού) αλλά
επειδή εγώ (ως κάποιος, όπως φαίνεται να υπαινίσσεται πιο κάτω, που
συναναστρέφεται με αλχημιστές και ερμητικούς φιλοσόφους) είχα αποφασίσει να
συγκεντρώσω πολλά σε λίγα και, κατά τον τρόπο των αλχημιστών, να συλλέξω την
εξαγόμενη ουσία, να απορρίψω την ιζηματογενή ουσία, και να βάλω ό,τι είναι καλό
στο κατάλληλο δοχείο˙ έτσι ώστε, έχοντας το μυστήριο της επιστήμης αποκαλυφθεί,
αυτό που είναι κρυμμένο να μπορεί να γίνει φανερό˙ και ότι η εσωτερική φύση του
πράγματος, αφού τα εξωτερικά άμφια έχουν απογυμνωθεί, μπορεί να περιβληθεί, ως
ένα πολύτιμο πετράδι σε ένα χρυσό δαχτυλίδι, με μια φιγούρα που ταιριάζει
καλύτερα στη φύση του- μια φιγούρα, δηλαδή, στην οποία η ουσία μπορεί να
παρατηρηθεί με το μάτι και το μυαλό σαν σε καθρέφτη και χωρίς πολλές
περιφράσεις.
Γιατί είναι για
τους χυδαίους μαθηματικούς να ασχολούνται με ποσοτικές σκιές˙ οι αλχημιστές και
οι ερμητικοί φιλόσοφοι, ωστόσο, κατανοούν τον αληθινό πυρήνα των φυσικών
σωμάτων.
Από τους
επιλεγμένους μαθηματικούς που έχουν εκπαιδευτεί στα επίσημα μαθηματικά η φύση
μετριέται και αποκαλύπτεται στη γύμνια της˙ για τους ψεύτικους και αδέξιους,
ωστόσο, παραμένει αόρατη και κρυφή. Οι τελευταίοι, δηλαδή, μετρούν τις σκιές
αντί για την ουσία, και τρέφονται με ασταθείς απόψεις˙ ενώ οι πρώτοι,
απορρίπτοντας τις σκιές, αντιλαμβάνονται την ουσία και χαίρονται από τη θέα της
αλήθειας.
Εδώ όμως κρύβεται
όλη η δυσκολία, γιατί αυτός [ο Κέπλερ] αναλογίζεται τις εξωτερικές κινήσεις των
δημιουργημένων πραγμάτων ενώ εγώ συλλογίζομαι τις εσωτερικές και ουσιαστικές δράσεις
που προέρχονται από την ίδια τη φύση˙ εκείνος πιάνει την ουρά, εγώ κρατάω το
κεφάλι. Εγώ αντιλαμβάνομαι την πρώτη αιτία, εκείνος τα αποτελέσματά της. Και
παρόλο που οι πιο απομακρυσμένες κινήσεις μπορεί να είναι (όπως λέει)
πραγματικές, εντούτοις κολλάει πολύ γρήγορα στη βρωμιά και στη λάσπη της
αδυναμίας του δόγματός του και, όντας μπερδεμένος, είναι πολύ σφιχτά δεμένος με
κρυμμένα δεσμά για να μπορέσει να ελευθερωθεί ο ίδιος εύκολα από εκείνες τις
παγίδες χωρίς να βλάψει την τιμή του και να πληρώσει φτηνά τα λύτρα της
ελευθερίας του. Και αυτός που σκάβει ένα λάκκο για τους άλλους, άθελά του θα
πέσει μέσα.»
Μια τέτοια
απόρριψη καθετί ποσοτικού προς όφελος της «φόρμας» είναι προφανώς εντελώς
ασυμβίβαστη με την επιστημονική σκέψη. Ο Κέπλερ απαντά στα παραπάνω ως εξής:
«Όταν εκφράζομαι
σχετικά με τα αινίγματα- αρμονίες σου, θα πρέπει να πω ότι μιλάω ασαφώς, σύμφωνα
με την κρίση και την κατανόησή μου, και έχω εσένα ως βοήθημα σε αυτό, αφού
αρνείσαι ότι ο σκοπός σου υπόκειται σε μαθηματική απόδειξη, χωρίς την οποία είμαι
σαν τυφλός.»»
Προφανώς εδώ ο
Κέπλερ κάνει ένα ευφυές λογοπαίγνιο, αφού χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως
τυφλό απέναντι στα απόκρυφα, και ζητά τη βοήθεια του Φλουντ που τα κατέχει,
εντούτοις αφήνει να εννοηθεί ότι ο Φλουντ είναι ο πραγματικά τυφλός, αφού,
αυτός ο τελευταίος, δεν γνωρίζει τίποτε για την επιστημονική μέθοδο.
Στη συνέχεια ο
Πάουλι, αφήνοντας κατά μέρος τη διαφωνία μεταξύ των Κέπλερ και Φλουντ σχετικά
με τη σύσταση των ουράνιων σωμάτων και του σύμπαντος, αναφέρεται στη διαφορά
τους σχετικά με τον ρόλο της ψυχής μέσα στη φυσική διαδικασία:
«Οι διαφωνούντες,
λοιπόν, δεν μπορούν πλέον να συμφωνήσουν ούτε για το τι θα ονομάσουν φως και τι
σκοτάδι. Οι συμβολικές εικόνες του Φλουντ και τα γεωμετρικά διαγράμματα του Κέπλερ
παρουσιάζουν μια ασυμβίβαστη αντίφαση. Είναι, για παράδειγμα, εύκολο για τον
Κέπλερ να επισημάνει ότι οι διαστάσεις των πλανητικών σφαιρών που λαμβάνονται
στο σχήμα του Φλουντ με το κοσμικό μονόχορδο, που απεικονίζεται παραπάνω, δεν
αντιστοιχούν στις αληθινές, εμπειρικές διαστάσεις. Όταν ο Φλουντ απαντά ότι όσοι
ξέρουν δεν συμφωνούν ως προς τις τελικές διαστάσεις των σφαιρών και ότι αυτές
δεν είναι ουσιαστικά σημαντικές, ο Κέπλερ παρατηρεί πολύ εύστοχα ότι οι
ποσοτικές αναλογίες είναι απαραίτητες όσον αφορά τη μουσική, ειδικά στην
περίπτωση της αναλογίας 4:3, που είναι χαρακτηριστικό του διαστήματος της
τετάρτης. Ο Κέπλερ φυσικά αντιτάχθηκε, επιπλέον, στην υπόθεση του Φλουντ ότι η
γη και όχι ο ήλιος είναι το κέντρο των πλανητικών σφαιρών.
Η υποτίμηση του Φλουντ
για κάθε τι ποσοτικό, που κατά τη γνώμη του ανήκει, όπως κάθε διαίρεση και κάθε
πολλαπλότητα, στη σκοτεινή αρχή (ύλη, διάβολος), οδήγησε σε μια περαιτέρω
ουσιαστική διαφορά μεταξύ των απόψεων του Φλουντ και του Κέπλερ σχετικά με τη
θέση της ψυχής στη φύση. Η ευαισθησία της ψυχής στις αναλογίες, τόσο ουσιαστική
σύμφωνα με τον Κέπλερ, είναι κατά τη γνώμη του Φλουντ μόνο το αποτέλεσμα της
εμπλοκής της στον (σκοτεινό) υλικό κόσμο, ενώ οι φαντασιακές της ικανότητες,
που αναγνωρίζουν την μοναδικότητα, προέχονται από την αληθινή της φύση που
πηγάζει από την αρχή του φωτός. Ενώ ο Κέπλερ αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη άποψη
ότι η ψυχή είναι μέρος της φύσης, ο Φλουντ διαμαρτύρεται ακόμη και για την
εφαρμογή της έννοιας «μέρος» στην ανθρώπινη ψυχή, αφού η ψυχή, απελευθερωμένη
από τους νόμους του φυσικού κόσμου, δηλαδή, στο βαθμό που ανήκει στην αρχή του
φωτός, είναι αδιαχώριστη από ολόκληρο τον κόσμο-ψυχή.
Ο Κέπλερ είναι
υποχρεωμένος να απορρίψει τα «επίσημα» μαθηματικά που ο Φλουντ αντιπροτείνει στα
«χυδαία» μαθηματικά:
«Αν γνωρίζεις
άλλα μαθηματικά (εκτός από αυτά τα χυδαία από τα οποία έχουν λάβει το όνομά
τους όλοι όσοι μέχρι τώρα φημίζονταν ως μαθηματικοί), δηλαδή μαθηματικά φυσικά
και τυπικά, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν τα έχω δοκιμάσει ποτέ, εκτός αν
καταφύγουμε στη γενικότερη προέλευση της λέξης [διδασκαλία, δόγμα] και
εγκαταλείψουμε τις ποσότητες. Για αυτά, πρέπει να ξέρεις, δεν μιλάω εδώ. Εσύ,
Ρόμπερτ, μπορείς να κρατήσεις για τον εαυτό σου τη δόξα και τις αποδείξεις που
υπάρχουν σε αυτά- και πόσο ακριβείς και σίγουρες είναι αυτές, νομίζω, θα το
κρίνεις μόνος σου χωρίς εμένα. Εγώ αναλογίζομαι τις ορατές κινήσεις που
καθορίζονται από τις ίδιες τις αισθήσεις, εσύ μπορείς να θεωρήσεις τις
εσωτερικές παρορμήσεις και να προσπαθήσεις να τις διακρίνεις ανάλογα με τις
διαβαθμίσεις. Κρατώ την ουρά αλλά την κρατάω στο χέρι μου˙ εσύ μπορείς να
πιάσεις το κεφάλι διανοητικά, αν και μόνο, φοβάμαι, στα όνειρά σου. Αρκούμαι
στα αποτελέσματα, δηλαδή στις κινήσεις των πλανητών. Εάν έχεις βρει στις ίδιες
τις αιτίες αρμονίες τόσο διαυγείς όσο είναι οι δικές μου στις κινήσεις, τότε θα
ήταν σωστό να σε συγχαρώ για το χάρισμα της εφευρετικότητάς σου, και τον εαυτό
μου για το χάρισμα των παρατηρήσεών μου- δηλαδή μόλις μπορέσω να παρατηρήσω οτιδήποτε.»»
Ο Κέπλερ ωστόσο,
παρότι εκπρόσωπος της «σύγχρονης» επιστημονικής σκέψης, βρίσκεται ακόμη σε μια
εποχή όπου κυριαρχούν οι ποιοτικές- διαισθητικές προσεγγίσεις της φύσης, οι
οποίες είναι επιπλέον διαποτισμένες από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα:
«Η κατάσταση δεν
είναι τόσο απλή όσο ο Κέπλερ εδώ την παρουσιάζει. Η θεωρητική του θέση, σε
τελική ανάλυση, δεν είναι αμιγώς εμπειρική, αλλά περιέχει στοιχεία τόσο υποθετικά
όσο η αντίληψη ότι ο φυσικός κόσμος είναι η πραγματοποίηση προϋπαρχουσών
αρχετυπικών εικόνων. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η υποθετική πλευρά του Κέπλερ
συνδυάζεται με μια λιγότερο προφανή εμπειρική τάση στον Φλουντ. Ο τελευταίος
προσπάθησε στην πραγματικότητα να υποστηρίξει την υποθετική φιλοσοφία του για
την αρχή του φωτός και του σκότους μέσω επιστημονικών πειραμάτων με το λεγόμενο
«μετεωρολογικό δοχείο.» Εφόσον αυτή η προσπάθεια ρίχνει φως σε αυτό που
φαίνεται εξαιρετικά παράξενο για την πνευματική ιστορία του δέκατου έβδομου
αιώνα, θα ήθελα να πω κάτι περισσότερο γι’ αυτό σε αυτό το σημείο…
Το μετεωρολογικό δοχείο
κατασκευαζόταν βυθίζοντας ένα γυάλινο δοχείο, ανοικτό προς τα κάτω, σε ένα
δοχείο γεμάτο με νερό. Όταν ο αέρας που περιεχόταν στο δοχείο είχε αραιωθεί με
θέρμανση, μια στήλη νερού ανέβαινε μέσα στο γυάλινο δοχείο, η στάθμη της οποίας
καθοριζόταν τόσο από τη θερμοκρασία όσο και από την πίεση του αέρα. Η έννοια
της πίεσης, ωστόσο, δεν ήταν γνωστή πριν από τον Τοριτσέλι, και οι προσωρινές
διακυμάνσεις στη στάθμη του νερού, που προκαλούνταν εν μέρει από τις
διακυμάνσεις της πίεσης του αέρα, ερμηνεύονταν συνήθως ως προκύπτουσες μόνο από
τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Όταν ζεσταίνεται η στήλη του νερού η στάθμη πέφτει,
και αντιστρόφως, ως αποτέλεσμα της διαστολής ή της συστολής του αέρα που
παραμένει πάνω από τη στήλη του νερού. Το όργανο, ένα είδος συνδυασμού θερμόμετρου
και βαρόμετρου, συμπεριφέρεται με τρόπο αντίθετο από αυτόν που έχουμε
συνηθίσει.»
Το «μετεωρολογικό
δοχείο» (storm glass ή weather glass) είναι ένα όργανο που προτείνεται ως
μέθοδος για την πρόβλεψη του καιρού. Αποτελείται από ένα ειδικό υγρό που
τοποθετείται μέσα σε ένα σφραγισμένο διαφανές γυάλινο δοχείο. Η κατάσταση της
κρυστάλλωσης μέσα στο υγρό πιστεύεται ότι σχετίζεται με τον καιρό. Ο εφευρέτης
είναι άγνωστος, αλλά η συσκευή έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1860 μετά την
προώθησή του από τον ναύαρχο του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού Robert FitzRoy.
[3]
Ο ίδιος ο Φλουντ,
σύμφωνα με τον Πάουλι, θεωρεί το μετεωρολογικό δοχείο ως σύμβολο της πάλης
μεταξύ των φωτεινών και σκοτεινών αρχών στον μακρόκοσμο:
«Πριν
προχωρήσουμε στην οπτική μας επίδειξη, η οποία θα εκτελεστεί μέσω του
πειραματικού μας οργάνου, θα πρέπει πρώτα να σκεφτούμε ότι ο γενικός αέρας,
δηλαδή το γενικό στοιχείο του υποσεληνιακού κόσμου, είναι το λεπτότερο και πιο
πνευματικό μέρος των «υδάτων κάτω από το στερέωμα» στο οποίο αναφέρεται ο
Μωυσής. Επομένως, είναι βέβαιο ότι οποιοδήποτε μέρος αυτού του αέρα αντιστοιχεί
στο σύνολο του, και κατά συνέπεια ο αέρας που περικλείεται στο δοχείο αυτού του
οργάνου είναι της ίδιας φύσης και κατάστασης με τον γενικό αέρα του κόσμου.
Επομένως, είναι σαφές ότι, λόγω της συνέχειας μεταξύ των δύο, ο γενικός αέρας
του υποσεληνιακού κόσμου συμπεριφέρεται στη προδιάθεσή του ακριβώς όπως ο
μερικός αέρας που περικλείεται στο δοχείο που είναι μέρος του γενικού αέρα˙ και
αυτός με τη σειρά του μοιάζει με το Πνεύμα Ρούαχ- Ελοχίμ που αιωρούταν πάνω από
τα νερά, τα εμψύχωσε με την παρουσία Του, τα ζωντάνεψε, τα διαμόρφωσε και τα
διεύρυνε δίνοντάς τους κίνηση˙ έτσι ώστε στην απουσία Του, δηλαδή με την παύση
της ενεργητικής δύναμης και εκπόρευσής Του ή με τη συστολή της δραστηριότητας
των ακτίνων Του πίσω στον Εαυτό Του, τα νερά κατά συνέπεια συστάλθηκαν,
συμπυκνώθηκαν, σκοτείνιασαν και κατέστησαν ακίνητα και ήσυχα.»
Από το παραπάνω
απόσπασμα των απόψεων του Φλουντ σχετικά με το «μετεωρολογικό δοχείο,» βλέπουμε
ότι αυτές οι απόψεις είναι βαθιά βυθισμένες μέσα σ’ έναν, ανατριχιαστικό θα
τολμούσα να πω, κόσμο πνευμάτων. Από την άλλη μεριά, ο Κέπλερ, παρότι και αυτός
βαθιά θρήσκος, και προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις θέσεις και τις κινήσεις των
ουράνιων σωμάτων με τη χρήση των πλατωνικών στερεών και μέσα από μουσικές
αρμονίες, εντούτοις τελικά ερμήνευε τα φυσικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της
παρατήρησης, και διατύπωνε τα συμπεράσματά του μέσα από μαθηματικές σχέσεις.
Όμως παρότι ο
τρόπος σκέψης του Κέπλερ έστρωσε το δρόμο για το σύγχρονο επιστημονικό τρόπο
σκέψης, το τίμημα που πλήρωσε ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ο κατακερματισμός- η
διάσπαση δηλαδή του φυσικού και πνευματικού κόσμου σε πολλά διακριτά και
ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη, των οποίων ο κατακερματισμός μπορεί να μας βοηθάει
να τα μελετήσουμε μεμονωμένα καλύτερα, αλλά αυτός ο ίδιος κατακερματισμός
κατάστρεψε τη θεώρηση της ολότητας του κόσμου, και οδήγησε στη διχοτόμηση
ανάμεσα στην ψυχή και στο πνεύμα.
Λέει επαυτού ο
Πάουλι:
«Από όσα
ειπώθηκαν παραπάνω ο αναγνώστης έχει αποκτήσει, ελπίζουμε, κάποια κατανόηση της
ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο πρώτο μισό του δέκατου έβδομου αιώνα, όταν ο
τότε νέος, ποσοτικός, επιστημονικά μαθηματικός τρόπος σκέψης συγκρούστηκε με
την αλχημική παράδοση που εκφραζόταν ποιοτικά, με συμβολικές εικόνες: Ο πρώτος
αντιπροσωπεύεται από τον παραγωγικό, δημιουργικό Κέπλερ που πάντα αγωνίζεται
για νέους τρόπους έκφρασης˙ ο δεύτερος από τον επίγονο Φλουντ που δεν μπορούσε
παρά να αισθάνεται καθαρά την απειλή για τον κόσμο των μυστηρίων του, ο οποίος
είχε ήδη καταστεί αρχαϊκός από τη νέα συμμαχία της εμπειρικής επαγωγής με τη μαθηματική
λογική σκέψη.
Η στάση του Φλουντ,
ωστόσο, μας φαίνεται κάπως πιο εύκολα κατανοητή όταν την δούμε από την
προοπτική μιας γενικότερης διαφοροποίησης μεταξύ δύο τρόπων σκέψης, μια
διαφοροποίηση που μπορεί να εντοπιστεί σε όλη την ιστορία, καθώς ο ένας τρόπος
θεωρεί τις ποσοτικές σχέσεις των μερών ουσιαστικές, ενώ ο άλλος θεωρεί την
ποιοτική αδιαιρετότητα του όλου. Βρίσκουμε ήδη αυτήν την αντίθεση, για
παράδειγμα, στην αρχαιότητα στους δύο αντίστοιχους ορισμούς της ομορφιάς: Στον
έναν είναι η σωστή συμφωνία των μερών μεταξύ τους και με το σύνολο, ενώ στον
άλλο (επιστρέφοντας στον Πλωτίνο) δεν υπάρχει αναφορά στα μέρη, αλλά η ομορφιά
είναι η αιώνια ακτινοβολία του «Ενός» που λάμπει μέσα στο υλικό φαινόμενο.
Ανάλογη αντίθεση μπορεί επίσης να βρεθεί αργότερα στη γνωστή διαμάχη μεταξύ του
Γκαίτε και του Νεύτωνα σχετικά με τη θεωρία των χρωμάτων: ο Γκαίτε είχε
παρόμοια αποστροφή στα «μέρη» και πάντα τόνιζε την ανησυχητική επίδραση των
οργάνων στα «φυσικά» φαινόμενα. Θα θέλαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι αυτές
οι αμφιλεγόμενες στάσεις είναι πραγματικά απεικονίσεις της ψυχολογικής
αντίθεσης μεταξύ του συναισθηματικού ή διαισθητικού τύπου και του σκεπτόμενου τύπου.
Ο Γκαίτε και ο Φλουντ αντιπροσωπεύουν τον τύπο του συναισθήματος και τη
διαισθητική προσέγγιση, ο Νεύτωνας και ο Κέπλερ τον σκεπτόμενο τύπο.»
Αυτή η γεφύρωση
ανάμεσα στους δύο αντιθετικούς κόσμους του πνεύματος και τη ψυχής, των
μαθηματικών ποσοτήτων και των «μυστικιστικών» συμβόλων είναι κατά τον Πάουλι το
ζητούμενο στη σύγχρονη εποχή, στα πλαίσια της αρχής της συμπληρωματικότητας,
για την αποκατάσταση της ολότητας της σκέψης και της πληρότητας της
επιστήμης:
«Ακριβώς επειδή ο
σύγχρονος μελετητής προτιμά κατ’ αρχήν να μην αποδίδει σε κανέναν από αυτούς
τους δύο αντίθετους τύπους υψηλότερο βαθμό συνείδησης από ό,τι στον άλλο, η
παλιά ιστορική διαμάχη μεταξύ Κέπλερ και Φλουντ μπορεί να εξακολουθεί να
θεωρείται ενδιαφέρουσα ως θέμα αρχής ακόμη και σε μια εποχή στην οποία οι
επιστημονικές ιδέες του Φλουντ και του Κέπλερ για την παγκόσμια μουσική έχουν
χάσει κάθε σημασία… Ενώ ο Κέπλερ συλλαμβάνει την ψυχή σχεδόν ως ένα μαθηματικά
περιγράψιμο σύστημα αντηχείων, ήταν πάντα η συμβολική εικόνα που προσπαθούσε να
εκφράσει, κι επιπλέον, η ακαταμέτρητη πλευρά της εμπειρίας που περιλαμβάνει
επίσης το ακατανόητο των συναισθημάτων και των συναισθηματικών αξιολογήσεων. Αν
και εις βάρος της συνειδητοποίησης της ποσοτικής πλευράς της φύσης και των
νόμων της, οι «ιερογλυφικές» φιγούρες του Φλουντ όντως προσπαθούν να
διατηρήσουν μια ενότητα της εσωτερικής εμπειρίας του «παρατηρητή» (όπως θα
έπρεπε να πούμε σήμερα) και των εξωτερικών διεργασιών της φύσης, και επομένως
μια ολότητα στον στοχασμό της- μια ολότητα την οποία περιείχε παλαιότερα
η ιδέα της αναλογίας μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου αλλά η οποία προφανώς υπολείπεται
στον Κέπλερ και έχει πλέον απολεσθεί στην κοσμοθεωρία της κλασικής φυσικής
επιστήμης.
Η σύγχρονη κβαντική φυσική τονίζει και πάλι τον παράγοντα της διατάραξης
των φαινομένων μέσω της μέτρησης και η σύγχρονη ψυχολογία χρησιμοποιεί και πάλι
συμβολικές εικόνες ως πρώτη ύλη (ειδικά αυτές που προέρχονται αυθόρμητα από
όνειρα και φαντασιώσεις) προκειμένου να αναγνωρίσει διαδικασίες στη συλλογική
(«αντικειμενική») ψυχή. Έτσι, η φυσική και η ψυχολογία αντικατοπτρίζουν ξανά
για τον σύγχρονο άνθρωπο την παλιά αντίθεση μεταξύ του ποσοτικού και του
ποιοτικού. Ωστόσο, από την εποχή του Κέπλερ και του Φλουντ, η δυνατότητα
γεφύρωσης αυτών των αντιθετικών πόλων έχει γίνει λιγότερο απομακρυσμένη. Από τη
μία πλευρά, η ιδέα της συμπληρωματικότητας στη σύγχρονη φυσική μας έχει
αποδείξει, σε ένα νέο είδος σύνθεσης, ότι η αντίφαση στις εφαρμογές παλαιών
αντιθετικών αντιλήψεων (όπως το σωματίδιο και το κύμα) είναι μόνο επιφανειακή.
Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή των παλιών αλχημικών ιδεών στην ψυχολογία του Καρλ
Γιουνγκ υποδεικνύει μια βαθύτερη ενότητα ψυχικών και φυσικών γεγονότων. Για εμάς,
σε αντίθεση με τον Κέπλερ και τον Φλουντ, η μόνη αποδεκτή άποψη φαίνεται να
είναι αυτή που αναγνωρίζει και τις δύο πλευρές της πραγματικότητας- την
ποσοτική και την ποιοτική, τη φυσική και την ψυχική- ως συμβατές μεταξύ τους,
και μπορεί να τις αγκαλιάσει ταυτόχρονα.»
[1]: [https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%87%CE%BF%CF%81%CE%B4%CE%BF]
[2]:
[https://en.wikipedia.org/wiki/Monochord]
[3]: [https://en.wikipedia.org/wiki/Storm_glass]
Περαιτέρω:
«Η επίδραση των αρχετυπικών ιδεών στις επιστημονικές
θεωρίες του Κέπλερ,» το κείμενο σε δική μου μετάφραση:
[https://www.scribd.com/document/619465556/%CE%97-%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%A4%CF%89%CE%BD-%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%99%CE%B4%CE%B5%CF%8E%CE%BD-%CE%A3%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%98%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%A4%CE%BF%CF%85-%CE%9A%CE%AD%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%81]
Ακόμη:
«The Interpretation of nature and the psyche,» C. G. Jung; Wolfgang Pauli, όπου περιέχεται
και το ανωτέρω κείμενο του Πάουλι:
[https://archive.org/details/x-the-interpretation-of-nature-and-the-psyche]