Έχω ξεκινήσει ήδη τη μετάφραση του βιβλίου του Jung "Synchronicity: An Acausal Connecting Principle". Μέχρι να την ολοκληρώσω τη δουλειά μου θα επανέλθω στη συγχρονικότητα αρκετές φορές.
Μ' έχει κατ' επανάληψη απασχολήσει το θέμα της τύχης. Όχι βέβαια από την άποψη του να είναι κάποιος "καντέμης." Αλλά με την έννοια ότι τις περισσότερες φορές που αναφερόμαστε στην τύχη, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι εννοούμε ακριβώς.
Όταν αναφερόμαστε στην τύχη αποδίδουμε σε αυτήν ταυτόχρονα δύο αντίθετες μεταξύ τους σημασίες. Όταν δηλαδή μιλάμε για την τύχη εννοούμε μαζί και την σύμπτωση (τυχαιότητα) και τη μοίρα (βεβαιότητα). Πολλές φορές επίσης μας συμβαίνουν γεγονότα τα οποία μοιάζουν τελείως ασύνδετα, άσχετα, μεταξύ τους, ώστε να μας είναι παράλογο ή αδιανόητο να δώσουμε κάποιον αιτιακό συσχετισμό μεταξύ τους. Θα λέγαμε επομένως ότι η πραγματικότητα είναι μία και μοναδική, πιο συγκεκριμένα η άποψη που έχουμε για την πραγματικότητα είναι μία και μοναδική, και ότι αυτό που αποκαλούμε «σύμπτωση» και εκείνο που λέμε «αναπόφευκτο» είναι δύο αντίθετα πράγματα.
Σχετικά δε με τους νόμους της φύσης ο Jung αναφέρει χαρακτηριστικά πως «είναι στατιστικές αλήθειες». Αυτός ο συλλογισμός, όπως ο ίδιος αναλύει, είναι σε ισχύ με την προϋπόθεση ότι ένας φυσικός νόμος προκύπτει από διαδικασίες του μικρόκοσμου οι οποίες οδηγούν στο φυσικό νόμο μέσω της στατιστικής ανάλυσης (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η ίδια η κβαντική φυσική, επομένως και οι φυσικοί νόμοι με τους οποίους ασχολείται, προέκυψε μέσα από την κλασσική θερμοδυναμική, μέσω των μεθόδων της στατιστικής).
Η φιλοσοφική αρχή, όπως ο ίδιος λέει, που βρίσκεται πίσω από την αντίληψή μας για τους φυσικούς νόμους είναι η αιτιότητα. Αιτιότητα ονομάζεται η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, σχέση η οποία συνδέει όλα τα φυσικά φαινόμενα μέσω μιας αιτιακής αλυσίδας. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι οι φυσικοί νόμοι είναι εκφράσεις της αιτιότητας και το αντίστροφο: θα μπορούσαμε δηλαδή να ορίσουμε την αιτιότητα ως τη σχέση μεταξύ των πραγμάτων τέτοια ώστε να υπάρχει μεταξύ τους ένα είδος φυσικής αλληλεπίδρασης. Με τον όρο "φυσική αλληλεπίδραση" εννοούμε την ανταλλαγή πληροφορίας.
Υπάρχουν άραγε γεγονότα που να μην υπόκεινται στην αρχή της αιτιότητας; Πώς συνδέονται μεταξύ τους; Πώς μπορούν να παρατηρηθούν. Ο Jung λέει πως
«...υπάρχει στην εμπειρία μας ένα αναρίθμητα ευρύ πεδίο του οποίου οι εκτενείς μορφές, καθαυτές, αντισταθμίζουν τον κόσμο της αιτιότητας. Αυτός είναι ο κόσμος της τύχης, όπου ένα τυχαίο γεγονός μοιάζει αιτιακά ασύνδετο με μια συμπίπτουσα πραγματικότητα. Οπότε θα πρέπει να εξετάσουμε τη φύση της γενικότερης ιδέας της τύχης λίγο πιο προσεκτικά. Η τύχη, λέμε, πρέπει προφανώς να υπόκειται σε κάποια αιτιακή ερμηνεία και αποκαλείται «τύχη» ή «σύμπτωση» μόνο επειδή η αιτιότητά της δεν έχει ακόμη αποκαλυφτεί...Αλλά αν η αιτιακή αρχή είναι μόνο σχετικά ισχύουσα, τότε προκύπτει πως παρότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μια σειρά τυχαίων γεγονότων μπορεί να εξηγηθεί αιτιακά, θα πρέπει να παραμένει ένας αριθμός περιπτώσεων που να μη δείχνουν καμία αιτιακή σύνδεση. Έχουμε επομένως το έργο να ερευνήσουμε λεπτομερώς τα τυχαία γεγονότα και να ξεχωρίσουμε τα μη αιτιακά από εκείνα που μπορούν να εξηγηθούν αιτιακά.»
Εδώ ο Jung θεωρεί πως μπορεί να υπάρχει μια διακριτή κατηγορία φαινομένων που να μην υπάγονται στην αρχή της αιτιότητας, αλλά να συνδέονται μέσω αυτού που ο ίδιος αποκαλεί αλλού νοήμονη σύμπτωση. Ωστόσο εδώ ακριβώς δημιουργείται μια σοβαρή αντίφαση, η οποία βρίσκεται και στην ουσία του τρόπου που ο ίδιος ορίζει την «τύχη» και τα συγχρονιστικά φαινόμενα. Αν μια ομάδα γεγονότων δεν φαίνονται να έχουν κάποια αιτιακή σύνδεση μεταξύ τους (με την έννοια ότι το ένα προκαλεί το άλλο), τότε λέμε ότι αυτά τα γεγονότα αποτελούν συμπτώσεις. Αν από την άλλη μεριά αυτά τα γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον (αιτιακό) τρόπο, δεν τα κατατάσσουμε στην κατηγορία της σύμπτωσης, αλλά στην κατηγορία των φυσικών φαινομένων. Πώς μπορούν άραγε να είναι συνδεδεμένα κάποια γεγονότα μεταξύ τους αν δεν φαίνεται να υπάρχει μεταξύ τους κάποια (πάντοτε αιτιακή) σύνδεση, έστω κι αν ονομάσουμε αυτήν τη σύνδεση νοήμονη σύμπτωση;
Με άλλα λόγια η «μη αιτιακή» σύνδεση μεταξύ κάποιων γεγονότων δεν μπορεί παρά να είναι μια σύνδεση άγνωστης αιτιότητας, την οποία στα πλαίσια της θεωρίας του Jung θα ονομάζαμε συγχρονικότητα. Στην πραγματικότητα η συγχρονικότητα αποτελεί μια αιτιακή ερμηνευτική αρχή, της οποίας η αιτιότητα είναι άγνωστη ακόμη, και η οποία συνδέει τα συγκεκριμένα γεγονότα μέσω κάποιου μη υλικού (δηλ, μέσω κάποιου ψυχικού) παράγοντα, έστω κι αν αυτά τα γεγονότα δεν έχουν το ένα με το άλλο κάποια άμεση φυσική επικοινωνία.
Επομένως σε κάθε περίπτωση η «τύχη» δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο παρά η πιθανότητα κάτι να συμβεί σε σχέση με κάτι άλλο ή όχι. Και αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι δεν μπορεί να συμβεί αλλά ότι η πιθανότητα να συμβεί είναι μηδενική, μικρή, μεγάλη ή βεβαιότητα. Θα μπορούσαμε δηλαδή να ορίσουμε την «τύχη», ως αυτήν την πιθανότητα. Αυτό δηλαδή που διαχωρίζει το «αναπόφευκτο» από το «συμπτωματικό» είναι μια βαθμονόμηση μέσα στα πλαίσια της πιθανότητας.
Σε αυτό το σημείο βλέπουμε γιατί δεν μπορούμε να χωρίσουμε τα αιτιακά- φυσικά φαινόμενα από τα συγχρονιστικά- «ψυχικά». Στην πραγματικότητα ούτε η πιθανότητα αποτελεί κριτήριο για τη διάκριση των φαινομένων στα μεν ή στα δε, όπως και ο ίδιος ο Jung διαπιστώνει αλλού. Επομένως είναι ορθότερο να πούμε ότι τα συγχρονιστικά φαινόμενα δεν ανήκουν σε άλλη κατηγορία φαινομένων, με «μικρή» πιθανότητα να συμβούν, αλλά ότι όλα τα φαινόμενα της φύσης υπόκεινται κατά βάση στη συγχρονικότητα. Η συγχρονικότητα δηλαδή θα μπορούσε να αποτελέσει τη μεγάλη ενοποιό θεωρία, διάδοχο πιθανά της θεωρίας της σχετικότητας, και «ενοποιό» με την έννοια όχι μόνο της ενοποίησης των φυσικών δυνάμεων που αποτελούν τα φαινόμενα, αλλά και της ενοποίησης δύο μεγάλων σχολών: της φυσικής και της, θα τολμούσα να πω, ψυχικής.
ΥΣ. Κάτι για την έννοια της πιθανότητας
Τελικά, τι εννοούμε όταν λέμε ότι ένα γεγονός έχει πιθανότητα 20% να συμβεί; Αν πούμε π.χ. ότι υπάρχει για αύριο 20% πιθανότητα να βρέξει, τι σημαίνει; θα βρέξει λίγο; Δεν θα βρέξει καθόλου; Θα βρέξει στο 20% των πόλεων που καλύπτει το δελτίο; Θα βρέχει το 20% της μέρας; Μήπως θα βρέξει σίγουρα και το ύψος της βροχής θα είναι το 20% του μέσου ετήσιου ύψους βροχόπτωσης; Μόλις έμαθα μέσω του ίντερνετ (από εδώ) ότι 20% πιθανότητα βροχής σημαίνει ότι θα βρέξει 20 στις 100 ημέρες με τις συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα δε σημαίνει τίποτε. Η στατιστική δηλαδή κάνει προβλέψεις σε υποθέσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι υποθέσεις είναι αληθείς ή ψευδείς. Η στατιστική επίσης δεν αναλύει το αν υπάρχει αιτιακή ή όχι σχέση μεταξύ δυο πραγμάτων ή φαινομένων. Λέει απλά το πώς αυτά τα πράγματα ή φαινόμενα κατανέμονται μέσα σ' ένα στατιστικό σύνολο. Ούτε ασχολείται με το αν ή ποιος φυσικός νόμος προκάλεσε το φαινόμενο. Γι' αυτό άλλωστε η στατιστική μπορεί να αναλύσει τόσο αιτιακά όσο και μη αιτιακά φαινόμενα χωρίς πρόβλημα. Επομένως, όπως ο Susskind έχει πει, η στατιστική αφήνει (και για την περίπτωση που μας ενδιαφέρει) ανοιχτό το ενδεχόμενο της έκπληξης.
Μ' έχει κατ' επανάληψη απασχολήσει το θέμα της τύχης. Όχι βέβαια από την άποψη του να είναι κάποιος "καντέμης." Αλλά με την έννοια ότι τις περισσότερες φορές που αναφερόμαστε στην τύχη, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι εννοούμε ακριβώς.
Όταν αναφερόμαστε στην τύχη αποδίδουμε σε αυτήν ταυτόχρονα δύο αντίθετες μεταξύ τους σημασίες. Όταν δηλαδή μιλάμε για την τύχη εννοούμε μαζί και την σύμπτωση (τυχαιότητα) και τη μοίρα (βεβαιότητα). Πολλές φορές επίσης μας συμβαίνουν γεγονότα τα οποία μοιάζουν τελείως ασύνδετα, άσχετα, μεταξύ τους, ώστε να μας είναι παράλογο ή αδιανόητο να δώσουμε κάποιον αιτιακό συσχετισμό μεταξύ τους. Θα λέγαμε επομένως ότι η πραγματικότητα είναι μία και μοναδική, πιο συγκεκριμένα η άποψη που έχουμε για την πραγματικότητα είναι μία και μοναδική, και ότι αυτό που αποκαλούμε «σύμπτωση» και εκείνο που λέμε «αναπόφευκτο» είναι δύο αντίθετα πράγματα.
Σχετικά δε με τους νόμους της φύσης ο Jung αναφέρει χαρακτηριστικά πως «είναι στατιστικές αλήθειες». Αυτός ο συλλογισμός, όπως ο ίδιος αναλύει, είναι σε ισχύ με την προϋπόθεση ότι ένας φυσικός νόμος προκύπτει από διαδικασίες του μικρόκοσμου οι οποίες οδηγούν στο φυσικό νόμο μέσω της στατιστικής ανάλυσης (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η ίδια η κβαντική φυσική, επομένως και οι φυσικοί νόμοι με τους οποίους ασχολείται, προέκυψε μέσα από την κλασσική θερμοδυναμική, μέσω των μεθόδων της στατιστικής).
Η φιλοσοφική αρχή, όπως ο ίδιος λέει, που βρίσκεται πίσω από την αντίληψή μας για τους φυσικούς νόμους είναι η αιτιότητα. Αιτιότητα ονομάζεται η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, σχέση η οποία συνδέει όλα τα φυσικά φαινόμενα μέσω μιας αιτιακής αλυσίδας. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι οι φυσικοί νόμοι είναι εκφράσεις της αιτιότητας και το αντίστροφο: θα μπορούσαμε δηλαδή να ορίσουμε την αιτιότητα ως τη σχέση μεταξύ των πραγμάτων τέτοια ώστε να υπάρχει μεταξύ τους ένα είδος φυσικής αλληλεπίδρασης. Με τον όρο "φυσική αλληλεπίδραση" εννοούμε την ανταλλαγή πληροφορίας.
Υπάρχουν άραγε γεγονότα που να μην υπόκεινται στην αρχή της αιτιότητας; Πώς συνδέονται μεταξύ τους; Πώς μπορούν να παρατηρηθούν. Ο Jung λέει πως
«...υπάρχει στην εμπειρία μας ένα αναρίθμητα ευρύ πεδίο του οποίου οι εκτενείς μορφές, καθαυτές, αντισταθμίζουν τον κόσμο της αιτιότητας. Αυτός είναι ο κόσμος της τύχης, όπου ένα τυχαίο γεγονός μοιάζει αιτιακά ασύνδετο με μια συμπίπτουσα πραγματικότητα. Οπότε θα πρέπει να εξετάσουμε τη φύση της γενικότερης ιδέας της τύχης λίγο πιο προσεκτικά. Η τύχη, λέμε, πρέπει προφανώς να υπόκειται σε κάποια αιτιακή ερμηνεία και αποκαλείται «τύχη» ή «σύμπτωση» μόνο επειδή η αιτιότητά της δεν έχει ακόμη αποκαλυφτεί...Αλλά αν η αιτιακή αρχή είναι μόνο σχετικά ισχύουσα, τότε προκύπτει πως παρότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μια σειρά τυχαίων γεγονότων μπορεί να εξηγηθεί αιτιακά, θα πρέπει να παραμένει ένας αριθμός περιπτώσεων που να μη δείχνουν καμία αιτιακή σύνδεση. Έχουμε επομένως το έργο να ερευνήσουμε λεπτομερώς τα τυχαία γεγονότα και να ξεχωρίσουμε τα μη αιτιακά από εκείνα που μπορούν να εξηγηθούν αιτιακά.»
Εδώ ο Jung θεωρεί πως μπορεί να υπάρχει μια διακριτή κατηγορία φαινομένων που να μην υπάγονται στην αρχή της αιτιότητας, αλλά να συνδέονται μέσω αυτού που ο ίδιος αποκαλεί αλλού νοήμονη σύμπτωση. Ωστόσο εδώ ακριβώς δημιουργείται μια σοβαρή αντίφαση, η οποία βρίσκεται και στην ουσία του τρόπου που ο ίδιος ορίζει την «τύχη» και τα συγχρονιστικά φαινόμενα. Αν μια ομάδα γεγονότων δεν φαίνονται να έχουν κάποια αιτιακή σύνδεση μεταξύ τους (με την έννοια ότι το ένα προκαλεί το άλλο), τότε λέμε ότι αυτά τα γεγονότα αποτελούν συμπτώσεις. Αν από την άλλη μεριά αυτά τα γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον (αιτιακό) τρόπο, δεν τα κατατάσσουμε στην κατηγορία της σύμπτωσης, αλλά στην κατηγορία των φυσικών φαινομένων. Πώς μπορούν άραγε να είναι συνδεδεμένα κάποια γεγονότα μεταξύ τους αν δεν φαίνεται να υπάρχει μεταξύ τους κάποια (πάντοτε αιτιακή) σύνδεση, έστω κι αν ονομάσουμε αυτήν τη σύνδεση νοήμονη σύμπτωση;
Με άλλα λόγια η «μη αιτιακή» σύνδεση μεταξύ κάποιων γεγονότων δεν μπορεί παρά να είναι μια σύνδεση άγνωστης αιτιότητας, την οποία στα πλαίσια της θεωρίας του Jung θα ονομάζαμε συγχρονικότητα. Στην πραγματικότητα η συγχρονικότητα αποτελεί μια αιτιακή ερμηνευτική αρχή, της οποίας η αιτιότητα είναι άγνωστη ακόμη, και η οποία συνδέει τα συγκεκριμένα γεγονότα μέσω κάποιου μη υλικού (δηλ, μέσω κάποιου ψυχικού) παράγοντα, έστω κι αν αυτά τα γεγονότα δεν έχουν το ένα με το άλλο κάποια άμεση φυσική επικοινωνία.
Επομένως σε κάθε περίπτωση η «τύχη» δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο παρά η πιθανότητα κάτι να συμβεί σε σχέση με κάτι άλλο ή όχι. Και αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι δεν μπορεί να συμβεί αλλά ότι η πιθανότητα να συμβεί είναι μηδενική, μικρή, μεγάλη ή βεβαιότητα. Θα μπορούσαμε δηλαδή να ορίσουμε την «τύχη», ως αυτήν την πιθανότητα. Αυτό δηλαδή που διαχωρίζει το «αναπόφευκτο» από το «συμπτωματικό» είναι μια βαθμονόμηση μέσα στα πλαίσια της πιθανότητας.
Σε αυτό το σημείο βλέπουμε γιατί δεν μπορούμε να χωρίσουμε τα αιτιακά- φυσικά φαινόμενα από τα συγχρονιστικά- «ψυχικά». Στην πραγματικότητα ούτε η πιθανότητα αποτελεί κριτήριο για τη διάκριση των φαινομένων στα μεν ή στα δε, όπως και ο ίδιος ο Jung διαπιστώνει αλλού. Επομένως είναι ορθότερο να πούμε ότι τα συγχρονιστικά φαινόμενα δεν ανήκουν σε άλλη κατηγορία φαινομένων, με «μικρή» πιθανότητα να συμβούν, αλλά ότι όλα τα φαινόμενα της φύσης υπόκεινται κατά βάση στη συγχρονικότητα. Η συγχρονικότητα δηλαδή θα μπορούσε να αποτελέσει τη μεγάλη ενοποιό θεωρία, διάδοχο πιθανά της θεωρίας της σχετικότητας, και «ενοποιό» με την έννοια όχι μόνο της ενοποίησης των φυσικών δυνάμεων που αποτελούν τα φαινόμενα, αλλά και της ενοποίησης δύο μεγάλων σχολών: της φυσικής και της, θα τολμούσα να πω, ψυχικής.
ΥΣ. Κάτι για την έννοια της πιθανότητας
Τελικά, τι εννοούμε όταν λέμε ότι ένα γεγονός έχει πιθανότητα 20% να συμβεί; Αν πούμε π.χ. ότι υπάρχει για αύριο 20% πιθανότητα να βρέξει, τι σημαίνει; θα βρέξει λίγο; Δεν θα βρέξει καθόλου; Θα βρέξει στο 20% των πόλεων που καλύπτει το δελτίο; Θα βρέχει το 20% της μέρας; Μήπως θα βρέξει σίγουρα και το ύψος της βροχής θα είναι το 20% του μέσου ετήσιου ύψους βροχόπτωσης; Μόλις έμαθα μέσω του ίντερνετ (από εδώ) ότι 20% πιθανότητα βροχής σημαίνει ότι θα βρέξει 20 στις 100 ημέρες με τις συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα δε σημαίνει τίποτε. Η στατιστική δηλαδή κάνει προβλέψεις σε υποθέσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι υποθέσεις είναι αληθείς ή ψευδείς. Η στατιστική επίσης δεν αναλύει το αν υπάρχει αιτιακή ή όχι σχέση μεταξύ δυο πραγμάτων ή φαινομένων. Λέει απλά το πώς αυτά τα πράγματα ή φαινόμενα κατανέμονται μέσα σ' ένα στατιστικό σύνολο. Ούτε ασχολείται με το αν ή ποιος φυσικός νόμος προκάλεσε το φαινόμενο. Γι' αυτό άλλωστε η στατιστική μπορεί να αναλύσει τόσο αιτιακά όσο και μη αιτιακά φαινόμενα χωρίς πρόβλημα. Επομένως, όπως ο Susskind έχει πει, η στατιστική αφήνει (και για την περίπτωση που μας ενδιαφέρει) ανοιχτό το ενδεχόμενο της έκπληξης.