21 Δεκ 2010

Φυσική Υποβάθρου


Ο φυσικός Pauli υπήρξε ένας ‘σκληρός και υπερόπτης’ φυσικός, ο οποίος ποτέ δεν δέχτηκε να διαπραγματευτεί τα επιστημονικά του πιστεύω ή την βαθμολογία σε κάποιον φοιτητή του. Πιο γνωστός είναι για την απαγορευτική αρχή που φέρει το όνομά του. Εντούτοις, ο Pauli υπήρξε ένα πολύ δυνατό και πολυμαθές μυαλό, που μεταξύ άλλων, είχε, χωρίς δισταγμό, προχωρήσει και στη μελέτη θεμάτων που είχαν να κάνουν περισσότερο με το μυστικισμό. Εξού και η ονομασία ‘φυσική υποβάθρου’ που ο ίδιος έδωσε στο αδημοσίευτο δοκίμιο, 1948, που ακολουθεί:

‘‘Αυτό που εννοώ με τον όρο ‘Φυσική Υποβάθρου’ είναι η εμφάνιση ποσοτικών όρων και εννοιών από τη φυσική σε αυθόρμητες φαντασιακές διαδικασίες με μια ποιοτική και περιγραφική- δηλ., συμβολική- έννοια. Έχω εξοικειωθεί με την ύπαρξη αυτού του φαινομένου εδώ και περίπου 12 με 13 χρόνια από τα προσωπικά όνειρά μου, τα οποία είναι τελείως ανεπηρέαστα από άλλους ανθρώπους. Σαν παραδείγματα φυσικών όρων που μπορούν να εμφανιστούν ως σύμβολα, θα επιθυμούσα να απαριθμήσω τα εξής, χωρίς οποιαδήποτε αξίωση για πληρότητα:

Κύμα, ηλεκτρικό δίπολο, θερμοηλεκτρισμός, μαγνητισμός, άτομο, τροχιές ηλεκτρονίων, ατομικός πυρήνας, ραδιενέργεια.

Όπως απαιτεί η λογική, επιστημονική προσέγγισή μου, αυτά τα όνειρα μού φάνηκαν αρχικά δυσάρεστα- στην πραγματικότητα, μια προσβολή της επιστημονικής ορολογίας. Επιπλέον, θεώρησα την εμφάνιση αυτού του συμβολισμού στα όνειρά μου ως αποτέλεσμα της προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, χαρακτηριστικής ενός φυσικού, και δεν ήλπισα ποτέ ακόμη και στο ελάχιστο ότι θα ήμουν σε θέση να κοινωνήσω την ιδιαίτερη εμπειρία που φανερώνεται στα όνειρα αυτού του είδους σε οποιουσδήποτε ψυχολόγους του περιβάλλοντός μου, γιατί δεν είναι βεβαίως φυσικοί.

Αργότερα, εντούτοις, αναγνώρισα την αντικειμενική φύση αυτών των ονείρων ή φαντασιών δηλ., το γεγονός ότι είναι κατά ένα μεγάλο μέρος ανεξάρτητα από το φυσικό πρόσωπο… Κατά συνέπεια αναγκάστηκα βαθμιαία να αναγνωρίσω ότι τέτοιες φαντασίες ή όνειρα δεν είναι ούτε χωρίς νόημα ούτε αυθαίρετα αλλά μάλλον περιέχουν κάποιο ‘δεύτερο νόημα’ των όρων που χρησιμοποιούνται. Αυτό μου φαίνεται σήμερα άπλετη απόδειξη του γεγονότος ότι το είδος της φαντασίας που ονομάζω ‘φυσική υποβάθρου’ είναι αρχετυπικής φύσης.

Αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια να αποκαλυφτεί με μια ψυχολογική ερμηνεία, βασισμένη στην ιδέα του συλλογικού ασυνείδητου, δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα να υποθέσει ότι τα προϊόντα της φυσικής υποβάθρου είναι άμεσα συγκρίσιμα με ένα καλά διατυπωμένο δόγμα των επιστημονικών αληθειών. Από την άποψη της σύγχρονης επιστήμης, η μορφή της φαντασίας υπό συζήτηση πρέπει σίγουρα να ιδωθεί ως επιστροφή σε ένα αρχαϊκό στάδιο. Επιπλέον, η διαίσθησή μου είναι ότι η καθαρά ψυχολογική ερμηνεία κατανοεί μόνο το μισό από το θέμα. Το άλλο μισό είναι η αποκάλυψη της αρχετυπικής βάσης των όρων που εφαρμόζονται πραγματικά στη σύγχρονη φυσική. Αυτό που η τελική μέθοδος παρατήρησης πρέπει να δει στην παραγωγή της ‘φυσικής υποβάθρου’ μέσω του ασυνείδητου του σύγχρονου ανθρώπου είναι μια κατεύθυνση του στόχου προς μια μελλοντική περιγραφή της φύσης που περιλαμβάνει εξίσου τη φύση και την ψυχή, ένα είδος περιγραφής που προς το παρόν βιώνουμε σε μια προεπιστημονική μόνο φάση. Για να επιτύχουμε μια τέτοια ομοιόμορφη περιγραφή της φύσης, φαίνεται ότι είναι ουσιαστικό να υπάρξει πρόσβαση στο αρχετυπικό υπόβαθρο των επιστημονικών όρων και των εννοιών.’’

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Pauli προτείνει ότι οι διάφορες φυσικές έννοιες που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο τυχαίες εφευρέσεις, όσο ‘ενοράσεις’ που προήλθαν μέσα από ένα βαθύτερο αρχετυπικό υπόβαθρο συμβόλων, κοινό στο συλλογικό ασυνείδητο όλων των ανθρώπων. Ο Pauli, αφού κατέγραψε κάποια όνειρά του, πέρασε στη λογική αποκωδικοποίησή τους, και τη συσχέτιση των φυσικών εννοιών που αναδύονται σε αυτά με έννοιες από την ψυχολογία:

‘‘Ως παράδειγμα της φυσικής υποβάθρου, θα συζητήσω ένα μοτίβο που εμφανίζεται τακτικά στα όνειρά μου- συγκεκριμένα, τη λεπτή υφή, και ιδιαίτερα τη διπλή δομή των φασματικών γραμμών και το διαχωρισμό ενός χημικού στοιχείου σε δύο ισότοπα.



… Στα όνειρά μου συνήθως εμφανίζεται κάποιο πρόσωπο κύρους (που θεωρείται επίσης τέτοιο υποκειμενικά από εμένα) ή το σχετικό ειδικό πεδίο της φυσικής για να μου εξηγήσει ότι ο διαχωρισμός μιας φασματικής γραμμής σε μια δυάδα ή- σε άλλες περιπτώσεις- ο διαχωρισμός ενός χημικού στοιχείου σε δύο ισότοπα, είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας… Μερικές φορές στο όνειρο μπορώ να δω καθαρά μπροστά μου τη φασματική γραμμή και το διαχωρισμό της, όπως δηλ. μέσω ενός φασματογράφου. Περιστασιακά, το πρόσωπο δίνει επίσης το όνομα του στοιχείου που εκπέμπει τη φασματική γραμμή ή που πρόκειται να διαχωριστεί σε ισότοπα… Σε ένα πολύ επόμενο στάδιο αυτών των ονείρων, τα χημικά στοιχεία είχαν μερικές φορές φανταστικά ονόματα (βασισμένα σε χώρες ή πόλεις, κάποιες φορές αριθμούς). Αυτό που μου φαίνεται σημαντικό είναι ότι γενικά οι δύο διαχωρισμένες συνιστώσες είναι κατά προσέγγιση της ίδιας ισχύος. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, κάποια είναι δύο φορές εντονότερη από την άλλη, αλλά δε συμβαίνει ποτέ η μία να επικρατεί και η άλλη να είναι μόνο ένα κατάλοιπο.

Για να βρεθεί το ‘δεύτερο νόημα’ αυτής της ομάδας ονείρων, τι έχουν να πουν- η δήλωσή τους- πρέπει πρώτα να μεταφραστεί σε ουδέτερη γλώσσα, λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση μεταξύ του φυσικού και του ψυχολογικού. Μια μετάφραση αυτής της φύσης περιλαμβάνει πάντα υποθετικά στοιχεία, και οι φυσικές προτάσεις δεν πρέπει να θεωρηθούν τόσο σημαντικές. Θα δούμε πώς αυτό λειτουργεί με το ακόλουθο ‘λεξικό.

Η ‘συχνότητα’ καθορίζει μια συγκεκριμένη ενεργειακή κατάσταση αφ' ενός, και αφετέρου- ιδωμένη από την άποψη του χρόνου- πρόκειται απλά για μια τακτική επανάληψη.

Ένα ‘χημικό στοιχείο’ είναι ένα αντικείμενο που επίσης αναγνωρίζεται από τις συγκεκριμένες αντιδράσεις του αλλά έχει επίσης την ιδιότητα της μάζας, γεγονός που καθιστά πιθανό έναν περαιτέρω διαχωρισμό. Κατά συνέπεια, η πρόταση του ονείρου θα μπορούσε να γίνει κατανοητή ως εξής: Θεμελιώδους σπουδαιότητας είναι ο διαχωρισμός μιας συγκεκριμένης ενεργειακής κατάστασης η ενός αντικειμένου με συγκεκριμένες αντιδράσεις σε δύο καταστάσεις ή δύο αντικείμενα με ανάλογες αλλά διαφορετικές αντιδράσεις. Αυτός ο χωρισμός συμβαίνει όχι μόνο με την προσοχή (με ‘γυμνό οφθαλμό’) αλλά μέσω μιας λεπτότερης μορφής παρατήρησης που κατευθύνεται με τη βοήθεια μιας σκόπιμα συνειδητής μεθόδου. Επομένως, είναι άραγε η ‘κατάσταση’ μια φυσική κατάσταση, η δομική μονάδα της ύλης, ή μήπως είναι μια ψυχική κατάσταση, και είναι άραγε το αντικείμενο που αναγνωρίζεται από τις συγκεκριμένες αντιδράσεις ένα υλικό αντικείμενο ή μήπως είναι κάτι ψυχικό-αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν ‘περιεχόμενο’.’’

Θα άξιζε, πιστεύω, τον κόπο σε αυτό το σημείο να αναφέρω την έννοια του ‘διπλού’ που ήρθε στο μυαλό μου. Την περίπτωση, δηλαδή, που κάποιο γεγονός παράγεται αυθόρμητα μέσα στο χώρο και στο χρόνο, και ύστερα αποκτά την τάση να επαναλαμβάνεται, σαν να ήταν αρκετό άπαξ και κατάφερε να γεννηθεί στην πραγματικότητα, να αποκτήσει και μία θέση μέσα σε αυτήν. Αναφέρομαι, βεβαίως, στις περιπτώσεις που αναλύει ο Jung ως συγχρονιστικά φαινόμενα. Ωστόσο, η ύπαρξη αντικειμένων ‘μέσα σε αντικείμενα’ είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται και στην τέχνη, όπως για παράδειγμα στη ζωγραφική του Dali. Παρότι ο Pauli στην ανάλυση που ο ίδιος κάνει είναι ασαφής ως προς την προέλευση αλλά και τον τρόπο που δρουν αυτά τα φαινόμενα, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν όλα τα φυσικά φαινόμενα και τα πραγματικά γεγονότα προκύπτουν από ψυχικές καταστάσεις που, με κάποιον τρόπο, παράγονται σε ένα ‘ψυχικό επίπεδο’ και με τη σειρά τους υποκινούν και κατευθύνουν- ή ακόμα και δημιουργούν- την ‘υλική’ καθημερινή μας πραγματικότητα.

Ο ίδιος ο Pauli αναλύει αυτήν την αντιστοιχία ανάμεσα στα ψυχικά και στα φυσικά φαινόμενα μέσω της έννοιας της ισοδυναμίας ύλης- ενέργειας. Λέει χαρακτηριστικά:

‘‘Τα συμπεράσματα της νέας φυσικής έχουν οδηγήσει σε μια θεμελιώδη αλλαγή στη στάση του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στις αρχετυπικές ιδέες που βρίσκονται στη βάση της ύλης και της ενέργειας. Ήταν ο C. G. Jung που επέστησε την προσοχή σε αυτό, και κατά τρόπο ενδιαφέροντα, είδε σε αυτό την ψυχολογική βάση για τον υλισμό της σύγχρονης εποχής. Όταν η νέα φυσική, με τις διαδικασίες της ακτινοβολίας και παραγωγής ζευγαριών σωματιδίων, κατέδειξε ότι αυτό που ήταν πρότερα γνωστό ως ‘υλική ουσία’ ήταν στην πραγματικότητα εφήμερο, αυτός ο υλισμός στερήθηκε από τα θεμέλιά του. Αυτή η ‘ουσία’ έχει αντικατασταθεί από το νόμο της διατήρησης της ενέργειας με την έννοια ότι η μάζα και η ενέργεια αναγνωρίζονται ως ανάλογες και ως εκ τούτου ισοδύναμες (αδράνεια της ενέργειας)…

Επαυτού, φαίνεται σημαντικό ότι σύμφωνα με την κβαντική φυσική η αφθαρσία της ενέργειας αφ' ενός- που εκφράζει την άχρονη ύπαρξή της- και η εμφάνιση της ενέργειας στο χώρο και χρόνο αφ' ετέρου αντιστοιχούν σε δύο αντιφατικές (συμπληρωματικές) πτυχές της πραγματικότητας. Στην πραγματικότητα, και οι δύο είναι πάντα παρούσες, αλλά σε μεμονωμένες περιπτώσεις η μία ή άλλη μπορεί να φαίνεται περισσότερο. Οι ‘μη περιγραφικές’ μαθηματικές πράξεις που χρησιμοποιούνται από τη σύγχρονη φυσική αναλαμβάνουν το ρόλο συμβόλων που ενώνουν τα αντίθετα. Η αντίθεση που προκύπτει εδώ δεν είναι μεταξύ της ύλης και της δυναμικής, αλλά μάλλον μεταξύ της αφθαρσίας (ενέργεια) και του χρόνου. Το πρώτο φαίνεται να ανήκει σε μια άχρονη μορφή ύπαρξης που αντιπαραβάλλεται με το χρόνο, παρόμοια με τον τρόπο που, σε ένα αρχαϊκό επίπεδο, η υλική ουσία και η φύση αντιπαρατίθενται με το πνεύμα και την ψυχή. Η αρχαία ιδέα των πολικών αντιθέτων, όπως τα Κινεζικά Yang και Yin, αντικαθίσταται έτσι στη σύγχρονη σκέψη από την ιδέα των συμπληρωματικών (αμοιβαία αποκλειόμενων) πτυχών των φαινομένων. Λόγω της αναλογίας με τη μικροφυσική, θεωρώ ότι ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα για το δυτικό μυαλό είναι να μεταφράσει την αρχαία ιδέα στη νέα μορφή στην ψυχολογία επίσης.’’

Η έννοια της συμπληρωματικότητας με τη μορφή των ‘αμοιβαία αντιθέτων’ είναι διάχυτη στη σκέψη του Pauli. Και όχι μόνο, καθώς η αρχή του δυισμού είναι διάχυτη σε όλο το ανθρώπινο πνεύμα, σύγχρονο και αρχαιότερο. Ας θυμηθούμε τα συμπληρωματικά ζευγάρια ‘αρσενικό- θηλυκό,’ ‘καλό- κακό,’ ‘ύλη- ενέργεια,’ ‘σωματίδιο- κύμα,’ ή το ρητό ‘τα ετερώνυμα έλκονται.’ Ο Pauli εξετάζει αυτήν τη συμπληρωματικότητα σε επίπεδο συνειδητού- ασυνείδητου:

Η συμπληρωματικότητα στη φυσική, όπως έχω δείξει αλλού, έχει μια πολύ στενή αναλογία με τους όρους ‘συνειδητό’ και ‘ασυνείδητο’ στην ψυχολογία, δεδομένου ότι οποιαδήποτε ‘παρατήρηση’ ασυνείδητων περιεχομένων προϋποθέτει ένα θεμελιωδώς μη προσδιορίσιμο αντίκτυπο εκ μέρους του συνειδητού σχετικά με αυτά τα περιεχόμενα. Ένα ‘εγώ με πλήρη συνείδηση’ (εφικτό από την Ανατολική φιλοσοφία- και πιθανώς δικαιολογημένα- μόνο στο θάνατο) ή, αφ' ετέρου, ένα αντικειμενικό ψυχικό εγώ, που δεν παρατηρείται από καμία υποκειμενική συνείδηση (και ως εκ τούτου δεν επηρεάζεται), αντιστοιχεί σε δύο οριακές περιπτώσεις που δεν μπορούν στην πραγματικότητα να επιτευχθούν. Η παγκοσμιότητα του αντικειμενικού- ψυχικού και η μοναδικότητα της σύγχρονης συνείδησης είναι και τα δύο πάντα παρόντα. Οι συμβολικές εικόνες που ενώνουν αυτήν την αντίθεση είναι γνωστές καθώς φανερώνονται στους μύθους. Με αυτό το ζευγάρι των αντιθέτων, το ‘αντικειμενικό- ψυχικό’ (γνωστό στην ανατολική φιλοσοφία ως ‘συνείδηση’ αλλά στη Δυτική ψυχολογία ως ‘το συλλογικό ασυνείδητο’) αποκτά- ως αποτέλεσμα της τόσο διαδεδομένης υπόστασής του- ένα είδος άχρονης πραγματικότητας, ενώ το ‘ατομικό εγώ’ (η συνείδηση με τη Δυτικής μας ορολογία) και ο συνηθισμένος τρόπος που βλέπουμε το χρόνο συνδέονται ουσιαστικά μεταξύ τους.

Φέρνοντας στο προσκήνιο αυτήν τη γενική αναλογία της επιστημολογικής κατάστασης στη φυσική και στην ψυχολογία, μια προσπάθεια θα γίνει να αποκτήσουμε περαιτέρω σημεία αναφοράς για την (έως τώρα κάπως ασαφή και ελλιπώς ορισμένη) ‘δεύτερη αίσθηση’ στην ομάδα των ονείρων που συζητούνται. Προσοχή πρέπει να δώσουμε στις άμεσες συσχετίσεις μου με τα όνειρα (περιεχόμενα), καθώς επίσης να βρούμε υλικό από άλλες πηγές σαν βάση σύγκρισης.’’

Αυτό βέβαια που υπονοεί ο Pauli εδώ είναι κάτι βαθύτερο και καθολικότερο: Τα ζεύγη των αντιθέτων όχι μόνο αλληλοκαλύπτονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και τα δύο αποτελούν έκφραση της ίδια βαθύτερης ‘ψυχο-φυσικής’ ουσίας, της οποίας ο υλικός μας κόσμος ίσως αποτελεί ένα είδος έκφανσης και προβολής:

‘‘Όλες αυτές οι συσχετίσεις στα όνειρά μου αφορούσαν μιαν ανύψωση ή πολλαπλασιασμό της συνείδησης…Τώρα ο διπλασιασμός ενός ψυχικού περιεχομένου καθώς αποκτά συνείδηση είναι ένα μοτίβο καλά γνωστό στην ψυχολογία. Μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το νέο περιεχόμενο συνείδησης υποδεικνύει μια διαφορετική κατοπτρική εικόνα στο ασυνείδητο. Αυτό το μοτίβο είναι εξίσου κοινό στη μυθολογία σαν το έπος δύο αδελφών (π.χ. Διόσκουροι), ένας από τους οποίους είναι αθάνατος (πνευματικός), ενώ ο άλλος είναι θνητός (υλικός) και δεμένος με τη ζωή στη γη… Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι μια αυθόρμητη εκδήλωση του αρχετυπικού υποβάθρου των φυσικών εννοιών, των οποίων οι αντικειμενικές τάσεις- ειδικά αυτή της ολιστικής θεώρησης της φύσης- αναδύονται πολύ καθαρά. Οι συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτού που ονομάζω ‘φυσική υποβάθρου’ ήταν σε αυτήν την περίπτωση απολύτως ιδανικές… Είναι δύσκολο να διαμορφώσουμε περαιτέρω οριστικά συμπεράσματα από το υλικό που έχουμε. Κι όμως όλα φαίνεται να οδηγούν σε μια βαθύτερη αρχετυπική αντιστοιχία των συμπληρωματικών ζευγαριών των αντιθέτων:


Από την ψυχολογική άποψη, οι φυσικοί νόμοι φαίνονται να είναι μια ‘προβολή’ των αρχετυπικών συσχετίσεων των ιδεών, ενώ τις θεωρούμε από τα έξω, ακόμη και η περίπτωση της φυσικής του μικρόκοσμου θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αρχετυπική, αν και με την ‘αντανάκλασή’ της στο ψυχικό μέρος να αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα αντίληψης.

Περιληπτικά, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το υλικό που δίνεται ως εξής: Το ασυνείδητο εκτελεί αυθόρμητα μια προβολή του ενός συμπληρωματικού ζευγαριού των αντιθέτων επάνω στο άλλο, με το ενεργειακό επίπεδο ή το μαζικό αριθμό από τη μία πλευρά να αντιστοιχεί συμβολικά στο επίπεδο της συνείδησης από την άλλη.

Είναι άραγε όλος ο φυσικός μας κόσμος μια προβολή ενός αρχέγονου, αρχετυπικού- ‘ψυχικού’ κόσμου, που εμείς, μέσω της συνείδησης, βιώνουμε ως πραγματικότητα; Κανείς δεν το γνωρίζει αυτό αλλά, αν πράγματι θέλουμε να ελπίζουμε πως κάποτε θα μπορέσουμε να το μάθουμε και να βιώσουμε τον κόσμο σε όλο το βάθος και την έκτασή του, θα πρέπει σιγά- σιγά αφενός να διευρύνουμε τα όρια που θέτουμε στις δυνατότητες την αντίληψής μας, και αφετέρου να αποκτήσουμε μια νέα συμβολική γλώσσα, ποσοτική και ποιοτική, για την περιγραφή του κόσμου που θα μας αποκαλυφθεί. Λέει ο Pauli:

‘‘Τι είναι άραγε αυτό που βρίσκεται στην ουσία της κατάστασης που περιγράφεται από τον όρο συμπληρωματικότητα που κάνει κάποιον να πρέπει να περιοριστεί στην αντίληψη της συμβατότητας των δύο πτυχών της πραγματικότητας που αρχικά φαίνονται αντιφατικές, χωρίς καμία θεώρηση πραγμάτων ή διαδικασιών στο χώρο και στο χρόνο, που να είναι αντικειμενικές- δηλ., ανεξάρτητες από τη μέθοδο με την οποία παρατηρούνται; Αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω ενοποιώντας τα σύμβολα, ο ρόλος των οποίων στη φυσική διαδραματίζεται από αφηρημένες μαθηματικές συναρτήσεις.

Σύμφωνα με τους δικούς της ορισμούς, η φυσική πρέπει να αναπαριστά την τακτικότητα στη φύση με εννοιολογικούς όρους και πρέπει έτσι να στρέφει την προσοχή της σε αυτό που μπορεί να επαναληφτεί και να μετρηθεί ποσοτικά. Ως συνέπεια αυτού του περιορισμού που βρίσκεται στην ουσία της φυσικής, οτιδήποτε έχει ένα συναισθηματικό τόνο έγκειται στην υποκειμενική κρίση, και το συναίσθημα βρίσκεται στην άλλη πλευρά- την ψυχολογική- και επιπλέον, από αυτήν τη ρίζα προκύπτει η στατιστική φύση των δηλώσεών της, φύση η οποία, ειδικά με τις ατομικές διαδικασίες, πρέπει βασικά να απαλλαγεί από οποιαδήποτε εκτίμηση μεμονωμένων περιπτώσεων (εκτός από μερικές εξαιρέσεις). Αυτό δεν είναι θέμα κάποιας ανεπάρκειας της κβαντικής θεωρίας στα πλαίσια της φυσικής αλλά μιας ανεπάρκειας της φυσικής μέσα στη ζωή συνολικά.

Τα μαθηματικά, από την άλλη, έχουν όχι μόνο μια ποσοτική πλευρά αλλά και μια ποιοτική, η οποία έρχεται στο προσκήνιο, για παράδειγμα, στη θεωρία των αριθμών και στην τοπολογία. Έννοιες που δημιουργούνται από τα μαθηματικά, όπως οι επιφάνειες του Riemann, χρησιμοποιούνται πολύ καλά σε μια συμβολική αναπαράσταση της σχετικοποίησης της έννοιας του χρόνου που συνδέεται με την αναπτυσσόμενη συνείδηση του νέου σημείου εστίασης που περιγράφεται ως το ‘εγώ’. Είναι, εντούτοις, πέρα από το σκοπό αυτού του δοκιμίου να εντρυφήσει στα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη συμβολική ένωση του μοναδικού με το γενικό.

Από τη σκοπιά της τάσης να ενοποιήσουμε την εικόνα του κόσμου, φαίνεται ευχάριστο ότι συνδέσεις αρχίζουν να διαμορφώνονται σε ένα σφαιρικό πλαίσιο που έχει τόσο διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει το μύθο των Διόσκουρων από τη μία πλευρά και το διπλό διαχωρισμό των φασματικών γραμμών και το χωρισμό των ισοτόπων από την άλλη.’’