19 Μαΐ 2008

Νάντια



Ενώ στην ζωγραφική υπήρξαν δυο- τρεις προεξέχοντες ζωγράφοι, όπως οι Ernst, Dali, Magritte, έστω και de Chirico, παρότι ο τελευταίος δεν ήταν ακριβώς σουρεαλιστής, στη λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση ο σουρεαλισμός ήταν 'one man show', προφανώς περί Breton ο λόγος. Ο Breton ήταν αυτός που τελικά επωμίστηκε το βάρος του σουρεαλιστικού κινήματος, ώστε να φέρει την αποστολή του σε πέρας, σε λογοτεχνικό και σε πολιτικό επίπεδο.

Η Nadja γράφτηκε από τον Breton, το 1928. Βασίστηκε στη γνωριμία του με μια νεαρή κοπέλα, η οποία ονομαζόταν Nadja, καθώς και στις ψυχαναλυτικές εμπειρίες του (ο Breton είχε σπουδάσει ιατρική και ψυχιατρική). Το βιβλίο επίσης, έχει μία μη γραμμική πλοκή και αναφέρεται επίσης στον Aragon.

Θα παραθέσω απλά εδώ, ένα απόσπασμα από την αρχή του βιβλίου στα αγγλικά και στα ελληνικά:

«Who am I? If this once I were to rely on a proverb, then perhaps everything would amount to knowing whom I 'haunt.' I must admit that this last word is misleading, tending to establish between certain beings and myself relations that are stranger, more inescapable, more disturbing than I intended. Such a word means much more than it says, makes me, still alive, play a ghostly part, evidently referring to what I must have ceased to be in order to be who I am. Hardly distorted in this sense, the word suggests that what I regard as the objective, more or less deliberate manifestations of my existence are merely the premises, within the limits of this existence, of an activity whose true extent is quite unknown to me…»

«Ποιος είμαι; Αν κάποτε μπορούσα να βασιστώ σε μια φράση, τότε ίσως όλα να συνηγορούσαν στο να ξέρω ποιον «στοιχειώνω». Οφείλω να παραδεχτώ πως η τελευταία λέξη είναι παραπλανητική, καθώς τείνει να δημιουργήσει ανάμεσα σε συγκεκριμένα πράγματα και σ’ εμένα σχέσεις οι οποίες είναι πιο παράξενες, πιο αναπόφευκτες, πιο ενοχλητικές απ’ ό,τι αποσκοπούσα. Μια τέτοια λέξη σημαίνει πολλά περισσότερα απ’ όσα δηλώνει, κάνοντάς με, ακόμη ζωντανό, να διαδραματίζω ένα στοιχειωμένο ρόλο, προφανώς για όσα έχω πάψει να είμαι, ώστε να είμαι αυτός που είμαι. Σημαντικά παραποιημένη μ’ αυτήν την έννοια, η λέξη υπονοεί πως αυτά που θεωρώ ως αντικειμενικά, δηλαδή οι καταφανείς εκδηλώσεις της ύπαρξής μου είναι απλώς τα ορόσημα, στα όρια αυτής της ύπαρξης, μιας δραστηριότητας της οποίας η πραγματική έκταση μού είναι σχεδόν άγνωστη …»

Ο Breton δηλαδή επανέρχεται στην 'άλλη' φύση του ανθρώπου, την άγνωστη, υπερβατή φύση. Μόνο που για τον Breton, αυτή η φύση δε βρίσκεται 'κάπου εκεί έξω', αλλά μέσα στην ανθρώπινη ή ίσως στην παγκόσμια ψυχή. Αν δηλαδή η ανθρώπινη 'φανταστικότητα' είναι κάτι παραπάνω από όλες τις ανθρώπινες απωθήσεις, τότε και αυτές οι ίδιες απωθήσεις εξυπηρετούν τον άνθρωπο να απαλλαγεί από μία τόσο πεζή καθημερινότητα. Αυτό πάντως που ποτέ μου δεν κατάλαβα, είναι γιατί θα χρειαζόταν το Όνειρο να δημιουργήσει μια τόσο αλγεινή και φοβική ενσάρκωσή του, όπως η ανθρώπινη φύση, ευθύς εξαρχής.