19 Μαΐ 2008

Το σουρεαλιστικό μανιφέστο


Το πρώτο σουρεαλιστικό μανιφέστο, γράφτηκε από τον André Breton, το 1924 και παρουσιάστηκε στο κοινό ένα χρόνο αργότερα. Το μανιφέστο προσδιορίζει το σουρεαλισμό ως εξής:



"Ψυχικός αυτοματισμός στην καθαρή του κατάσταση, με τον οποίον κάποιος εκφράζει την πραγματική λειτουργία της σκέψης- λεκτικά, γραπτά ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Καθοδηγούμενος από τη σκέψη, χωρίς κανέναν έλεγχο από τη λογική και κάθε αισθητικό ή ηθικό προβληματισμό.''

Ο σουρεαλισμός θα βασιστεί στην 'υπναγωγική κατάσταση', δηλαδή σε μία κατάσταση ονείρου.

Στο μανιφέστο επίσης θα γίνει αναφορά σε μια σειρά ανθρώπων, εμπνευστών ή σύγχρονων του σουρεαλισμού όπως οι εξής: Marquis de Sade, Charles Baudelaire, Arthur Rimbaud, Comte de Lautréamont, Raymond Roussel, Dante και Philippe Soupault, Paul Éluard, Robert Desnos, Louis Aragon, Max Ernst.



Το 1929, ο Breton δημοσίευσε και δεύτερο μανιφέστο. Υπήρξε και τρίτο, το οποίο ποτέ δε δημοσιεύτηκε.

Όποιες κι αν είναι οι επιδοκιμασίες ή ενστάσεις για την ερμηνεία που ο Breton έδωσε με το μανιφέστο στο σουρεαλιστικό κίνημα, η δική μου ταπεινή άποψη είναι πως η ονειρική επαφή που επιδίωξε ο σουρεαλισμός με την 'μεγάλη πραγματικότητα', ήταν και το στοιχείο που αποξένωσε τον σουρεαλισμό από την ίδια την ετυμολογία του. 'Σουρεαλισμός'= 'υπερεαλισμός', σημαίνει ακριβώς υπέρβαση της λογικής, η οποία, όσο και αν επαφύεται σε ψυχικές διεργασίες, εντούτοις δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα από την ίδια τη λογική. Το 'άλογο' δεν μπορεί να οδηγήσει στο παράλογο, παρά μόνο στην υστερία. (Ο Magritte βεβαίως θα συμφωνούσε μαζί μου).



Επειδή βέβαια το ζητούμενο είναι το μανιφέστο του Breton, θα παραθέσω εδώ ένα απόσπαμα από τον πρόλογό του:



''Τόσο δυνατή είναι η πίστη στη ζωή, σε αυτό που είναι το πιο ευάλωτο στη ζωή- η πραγματική ζωή, εννοώ- ώστε στο τέλος αυτή η πίστη χάνεται. Ο άνθρωπος, αυτός ο αδιόρθωτος ονειροπόλος, καθημερινά ολοένα λιγότερο ικανοποιημένος από τη μοίρα του, δυσκολεύεται να διαχειριστεί τα αντικείμενα που έμαθε να χρησιμοποιεί, αντικείμενα που η νωχελικότητά του έφερε μπροστά του, ή που κέρδισε με τη δική του προσπάθεια, σχεδόν πάντα με τη δική του προσπάθεια, επειδή έχει συμφωνήσει να δουλεύει, τουλάχιστον δεν αρνήθηκε να δοκιμάζει την τύχη του (ή αυτό που εκείνος ονομάζει τύχη!). Σε αυτό το σημείο, αισθάνεται εξαιρετικά ταπεινός: Ξέρει ποιες γυναίκες είχε, τις ανούσιες σχέσεις που έζησε. Δεν είναι εντυπωσιασμένος από τον πλούτο ή τη φτώχια του, με αυτήν την έννοια παραμένει ένα νεογνό και, σ' ότι αφορά την έγκριση της συνείδησής του, ομολογώ πως κάνει μια χαρά χωρίς αυτήν. Ακόμη κι αν διατηρεί κάποιο είδος πολυτέλειας, το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να γυρίσει πίσω στην παιδική του ηλικία η οποία, όσο κι αν οι οδηγητές και μέντορες μπορεί να την έχουν καταστρέψει, ακόμη του φαίνεται με κάποιον τρόπο γοητευτική. Τότε, η απουσία κάθε γνωστού περιορισμού του επιτρέπει την προοπτική πολλών ζωών βιωμένων στη στιγμή. Αυτή η ψευδαίσθηση ριζώνει βαθιά μέσα του. Τώρα ενδιαφέρεται μόνο για τη φυγή, την ύστατη ευκολία των πάντων. Τα παιδιά ξεκινάνε την κάθε μέρα χωρίς καμία στον κόσμο έγνοια. Ο,τιδήποτε είναι του χεριού τους, οι χειρότερες συνθήκες είναι καλές. Τα δάση είναι άσπρα ή μαύρα, κανείς δεν πρόκειται να κοιμηθεί''.

Το πλήρες μανιφέστο μπορεί κάποιος να το βρεί (στα αγγλικά) εδώ.


Φωτογραφία: André Breton.

(...)