19 Μαΐ 2008
Η εποχή του χρυσού
'Η εποχή του χρυσού' (L' Âge d' or), είναι ένα φιλμ από τους Luis Bunuel και Salvador Dali.Λέγεται ότι ο Bunuel μάζεψε 50 σκορπιούς για τις ανάγκες του φιλμ, τους οποίους ωστόσο δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει, έτσι ώστε στο τέλος τα γυρίσματα στηρίχτηκαν σ' ένα ντοκιμαντέρ της περιόδου. Η ιδέα πάντως του σκορπιού που κεντρίζει τον εαυτό του όταν βρεθεί περικυκλωμένος από φωτιά, ξαναγυρνάει καθ' όλο το φιλμ. Το 'L' Âge d' or' είναι ίσως μία καταστροφική κι αναρχική αντίδραση στην προσπάθεια περιορισμού και καταπίεσης από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής. Το φιλμ ήταν επίσης σκανδαλώδες σε τέτοιο βαθμό, ώστε μια ομάδα εξαγριωμένων πολιτών πέταξε μελάνι στην οθόνη της προβολής, επιτέθηκε σε θεατές και κατέστρεψε έργα ζωγράφων που εκθέτονταν στο φουαγιέ.
Το έργο ξεκινάει με την αναμέτρηση ενός σκορπιού κι ενός ποντικιού, από την οποία κερδισμένος βγαίνει ο σκορπιός, αν και πρέπει να θυμόμαστε την τάση αυτοχειρίας των σκορπιών. Στη συνέχεια ένας από μία ομάδα ληστών βλέπει στην ακρογιαλιά που εκτυλίχτηκε η προηγούμενη μονομαχία, μια ομάδα επισκόπων που προσεύχονται. Επιστρέφει στο λημέρι για να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους ληστές ότι ήρθαν οι 'Μαγιορκανοί'. Όταν φτάνουν στη θάλασσα, οι επίσκοποι έχουν εξαφανιστεί και αντί αυτών φαίνονται βάρκες και καράβια, από τα οποία αποβιβάζονται άνθρωποι επίσημοι και καλοντυμένοι. Ανεβαίνουν προς το βουνό των ληστών, κατεβαίνουν σύντομα και κατευθύνονται προς το μέρος όπου έκαναν προσκύνημα οι επίσκοποι και στο οποίο βρίσκονται οι σκελετοί τους. Ενώ τους τιμούν, ακούγεται μια γυναικεία κραυγή και κοιτώντας προς τα εκεί βλέπουν σοκαρισμένοι ένα ζευγάρι να κείται στην άμμο και να κυλιέται παθιασμένα. Εκείνος φτωχός, εκείνη πλούσια, χωρίζονται εσπευσμένα. Πριν τον απομακρύνουν, εκείνος προς στιγμή κλωτσάει ένα σκυλάκι, μία αριστοκρατική λουλού, που τον γαύγισε. Στη συνέχεια κι ενώ προσπαθούν να τον απομακρύνουν μακρύτερα, βλέπει ένα σκαθάρι και το πατάει. Ο σκαραβαίος έχει συγκεκριμένη σημασία στην αφύπνιση των ονείρων). Στο σημείο όπου πέθαναν οι επίσκοποι στήνεται μια πέτρα- μνημείο, όπου θα κτιστεί η Αυτοκρατορική Ρώμη, κάποτε κέντρο του παγανιστικού κόσμου, τώρα κέντρο της παπικής εκκλησίας (ξεκάθαρος ο υπαινιγμός). Η βιαστική ζωή επίσης κατέκλυσε τη νέα πόλη.
Σε αυτήν την πόλη επανεμφανίζεται ο πρωταγωνιστής να τον κρατάν αστυνομικοί, καθώς περνάνε μπροστά από μία βιτρίνα με τη φωτογραφία της αγαπημένης του. Εκεί, στο σπίτι της ετοιμάζεται ένα πάρτι προς τιμή των Μαγιορκανών, όπου και γίνεται συζήτηση σχετικά με τους μουσικούς που θα χρησιμοποιηθούν και τις συνθήκες της ακουστικής που πρέπει να ακολουθήσουν. Η πρωταγωνίστρια θα βρει μια γελάδα στο κρεβάτι της (σεξουαλική φαντασίωση προφανώς). Μες τους ήχους από το κουδούνι της αγελάδας και το γαύγισμα των σκυλιών του κήπου, ο αγαπημένος της περνάει μπροστά από την αυλή του σπιτιού της. Τότε ο πρωταγωνιστής αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα, ως πληρεξούσιος της 'Διεθνούς οργάνωσης καλής θέλησης'. Έτσι λοιπόν απαλλάσσεται από τους αστυνομικούς και καθώς φεύγει κλωτσάει έναν τυφλό. Στο μεταξύ στο σπίτι της αγαπημένης του, που ανήκει στον Μαρκήσιο Χ (σαφής υπαινιγμός στον Μαρκήσιο de Sade), γίνεται η δεξίωση, όπου θα παρευρεθεί και ο πρωταγωνιστής. Καθώς η οικοδέσποινα χύνει κατά λάθος πάνω του το ποτό που του προσφέρει, εκείνος σηκώνεται και τη χαστουκίζει (όλε!). Θα συναντηθεί το βράδυ στον κήπο με την αγαπημένη του και θα φιλιώσουν, ενώ στο σπίτι η παράσταση συνεχίζεται. Ύστερα λαμβάνει χώρα η συνομιλία του πρωταγωνιστή με τον πρόεδρο της 'Διεθνούς οργάνωσης καλής θέλησης', ο οποίος τελευταίος τον κατηγορεί ότι δεν έκανε το έργο του και ότι η χώρα έχει μείνει χωρίς παιδιά. Η μουσική σταματάει, ο μαέστρος βγαίνει στον κήπο κρατώντας το κεφάλι του, εκείνη τον αγκαλιάζει και τον φιλάει στο στόμα, ενώ ο πρωταγωνιστής ακούει στο μυαλό του τύμπανα να χτυπούν ρυθμικά (η σκηνή είναι συνταρακτική), πέφτει στο κρεβάτι και το ξεπουπουλιάζει, τα τύμπανα συνεχίζουν, βάζει φωτιά κι αρχίζει να πετάει από το παράθυρο διάφορα πράγματα και πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων ενός μικρού 'μαχαραγιά;', ενός δόρατος και μιας καμηλοπάρδαλης.
Στην τελευταία σκηνή γίνεται αναφορά για 120 μέρες οργίων στο κάστρο του Selinny (θυμίζει το 120 μέρες στα Σόδομα του de Sade). Όσοι αριστοκράτες επέζησαν από τα όργια , θα επιστρέψουν στο Παρίσι. Ο πρώτος που εμφανίζεται στην πύλη είναι ο Χριστός. Μια γυναίκα βγαίνει μισολιπόθυμη και πέφτει στην είσοδο. Ο Χριστός την βάζει μέσα, ξαναμπαίνει κι εκείνος, οπότε και ξαναεμφανίζεται έξω ξυρισμένος, με μιαν έκφραση αποκάλυψης (θυμήθηκα τον τελευταίο πειρασμό) ενώ πάνω στον σταυρό του μαρτυρίου ανεμίζουνε φτερά (γυναικεία σκαλπς;).
Πράγματι, το L' Âge d' or θα μπορούσε εύκολα να σοκάρει μίαν 'ήσυχη και ανυποψίαστη' κοινωνία, ανύποπτη (ή προσποιούμενη άγνοια) για τον ίδιο τον κτηνώδη απωθημένο της βόρβορο. Αν οι αρχαίες τραγωδίες ανέδειξαν για πρώτη φορά στη δυτική τέχνη την άβυσσο των 'αρχέτυπων' της ψυχής, ο σουρεαλισμός τα μετέφερε σ' ένα πρωτοφανές βάθος και ύψος και μάλιστα σε μία 'διαχρονική' κλίμακα. Πιθανολογώ δηλαδή, ότι ταινίες σαν το L' age d' or, θα υπάρχουν σε κάποια έστω μορφή πλάι στον Οιδίποδα και στη Ιφιγένεια και έπειτα από 2000 χρόνια.
Εδώ, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του δημιουργού:
'Σε αυτήν την εποχή της υποτιθέμενης ευημερίας, η κοινωνική λειτουργικότητα του L' Âge d' or πρέπει να είναι να παροτρύνει τους καταπιεσμένους να ικανοποιήσουν την πείνα τους για καταστροφή και ίσως ακόμη να ικανοποιήσει το μαζοχισμό του καταπιεστή. Παρόλες τις απειλές να φιμωθεί το φιλμ, πιστεύουμε ότι θα επικρατήσουμε στο τέλος και θ' ανοίξουμε νέους ορίζοντες σ' έναν ουρανό που δεν μπορεί να συγκριθεί σε ομορφιά με τον ουρανό που μας δείχνεται μέσα σ' ένα καθρέφτη.'
Τελειώνοντας, εμένα προσωπικά με βοήθησε στο να καταλάβω ότι κατά βάθος ο καλλιτέχνης και γενικότερα ο άνθρωπος είναι ακόμη ένα μικρό και ιδιοφυές παιδί, το οποίο μεγάλωσε αρκετά ώστε να εκτιμήσει τη χαμένη του νεότητα, ενώ συνέχεια αντλεί τέρατα από τη φαντασία του και σκαρφίζεται τεχνάσματα για να σπάει τη μονοτονία του. Μέσα στα πλαίσια βέβαια της προσωπικής καθενός επιλογής.