‘Deja Vu’ σημαίνει ‘Αυτό κάπου το έχω ξαναδεί.’ Είναι μία κατάσταση που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την έχουμε νιώσει όλοι. Επιπλέον, συχνά ή όλες τις φορές, συνοδεύεται από ένα έντονο συναίσθημα ‘συγκίνησης’ ή ‘επιβεβαίωσης,’ σαν αυτό που μας συνέβη να ήταν ‘προκαθορισμένο’ να συμβεί από κάποια άγνωστη και ακατανόητη, λογικά, αιτία. Μοιάζει δηλαδή, σαν εκείνη τη στιγμή να ήρθαμε σε ταύτιση με κάποια βαθύτερη ‘ουσία’ ή ‘αλήθεια’ του κόσμου. Αυτή ακριβώς την παράξενη σύνδεση μεταξύ ψυχικών και φυσικών φαινομένων μελετάει από τη δική του, ως ψυχίατρος, σκοπιά ο Carl Jung:
‘‘Το αίσθημα του déjà vu βασίζεται, όπως έχω διαπιστώσει σε έναν αριθμό περιπτώσεων, στη διόραση των ονείρων, αλλά είδαμε ότι αυτή η διόραση μπορεί να συμβεί σε κατάσταση εγρήγορσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η απλή τύχη γίνεται άκρως απίθανη επειδή η σύμπτωση είναι γνωστή εκ των προτέρων. Χάνει επομένως τον τυχαίο χαρακτήρα της όχι μόνο ψυχολογικά και υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά επίσης, εφόσον η συσσώρευση των λεπτομερειών που συμπίπτουν αυξάνει απείρως την απιθανότητα της τύχης ως καθοριστικό παράγοντα. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις θα ήταν άστοχο να μιλάμε για ‘τυχαία’ γεγονότα. Πρόκειται μάλλον για νοήμονες συμπτώσεις.’’
Ο Jung στη συνέχεια αναφέρει ένα παράδειγμα φαινομενικά παράταιρων μεταξύ τους γεγονότων από τη θεματολογία του βιολόγου Kammerer, ο οποίος είχε μελετήσει ‘στατιστικά απίθανα’ φαινόμενα:
‘‘Σαν παράδειγμα θα ανέφερα την ‘αντιγραφή των περιπτώσεων’ (duplication of cases) που είναι ένα φαινόμενο καλά γνωστό σε κάθε γιατρό. Περιστασιακά υπάρχει μία έξαρση ή κάτι ακόμη περισσότερο, ώστε ο Kammerer να μιλά για ένα ‘νόμο των σειρών’ (law of series) για τον οποίο δίνει μερικά έξοχα παραδείγματα. Στην πλειοψηφία αυτών των περιπτώσεων δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα κάποιας αιτιακής σύνδεσης μεταξύ των συμπτωματικών γεγονότων. Όταν για παράδειγμα μου συμβαίνει το εισιτήριο του τραμ να έχει τον ίδιο αριθμό με το εισιτήριο του θεάτρου που αγοράζω αμέσως μετά, και λαμβάνω το ίδιο απόγευμα ένα τηλεφώνημα στο οποίο ο ίδιος αριθμός αναφέρεται ξανά σαν τηλεφωνικός αριθμός, τότε μία αιτιακή σύνδεση μεταξύ των γεγονότων μου φαίνεται απίθανη από όλες τις απόψεις, παρότι είναι φανερό ότι η κάθε μία χωριστά πρέπει να έχει τη δική της αιτιότητα. Ξέρω, από την άλλη μεριά, ότι τα τυχαία συμβάντα δεν έχουν καμία τάση να συγκεντρώνονται σε ομάδες με περιοδικότητα- οπωσδήποτε επειδή τότε θα υπήρχε μία περιοδική ή τακτική διευθέτηση των γεγονότων η οποία εξ ορισμού θα απέκλειε την τύχη...
Έτσι, ο Jung, για να ερμηνεύσει την εμφάνιση τέτοιων γεγονότων τα οποία φαίνονται να μην έχουν καμία λογική μεταξύ τους σύνδεση, τα περιγράφει ως νοήμονες συμπτώσεις:
‘‘Όπως η ετυμολογία δείχνει, ο όρος έχει κάτι να κάνει με το χρόνο ή, ακριβέστερα, με κάποιο είδος ταυτοχρονισμού. Αντί του ταυτοχρονισμού θα μπορούσαμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε την έννοια μίας νοήμονης σύμπτωσης δύο ή περισσοτέρων γεγονότων, όπου υπάρχει κάτι άλλο από την πιθανότητα της τύχης. Μία στατιστική- δηλαδή, μία πιθανή σύμπτωση γεγονότων, όπως η ‘αντιγραφή των περιπτώσεων’ που παρατηρήθηκε σε νοσοκομεία, εμπεριέχεται στην κατηγορία της τύχης. Ομαδοποιήσεις αυτού του είδους μπορούν να αποτελούνται από οποιονδήποτε αριθμό όρων και ωστόσο να παραμένουν μέσα στο πλαίσιο του πιθανώς και λογικώς εφικτού…
…Εδώ θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε μία πιθανή παρεξήγηση που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από τον όρο ‘συγχρονικότητα.’ Επέλεξα αυτόν τον όρο επειδή η ταυτόχρονη εμφάνιση δύο νοημόνως αλλά όχι αιτιακά συνδεμένων γεγονότων μου φάνηκε ένα ουσιαστικό κριτήριο. Χρησιμοποιώ επομένως την έννοια της συγχρονικότητας για την ιδιαίτερη περίπτωση μίας σύμπτωσης στο χρόνο δύο ή περισσοτέρων αιτιακά ασύνδετων γεγονότων που έχουν το ίδιο ή παρόμοιο νόημα, σε αντιδιαστολή με το «συγχρονισμό,» που απλά σημαίνει την ταυτόχρονη εμφάνιση δύο γεγονότων.
Συγχρονικότητα επομένως σημαίνει η ταυτόχρονη εμφάνιση μίας συγκεκριμένης ψυχικής κατάστασης με ένα ή περισσότερα εξωτερικά γεγονότα που παρουσιάζονται σαν νοήμονοι παράλληλοι στη στιγμιαία υποκειμενική κατάσταση- και, σε κάποιες περιπτώσεις, το αντίστροφο.’’
Αφού ο Jung ορίζει αυτό που ο ίδιος ονόμασε συγχρονικότητα, ομαδοποιεί τα συγχρονιστικά φαινόμενα σε τρεις κατηγορίες:
1) Η σύμπτωση μίας ψυχικής κατάστασης του παρατηρητή με ένα ταυτόχρονο, αντικειμενικό, εξωτερικό γεγονός που αντιστοιχεί στην ψυχική κατάσταση ή περιεχόμενο, όπου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο αιτιακής σύνδεσης μεταξύ της ψυχικής κατάστασης και του εξωτερικού γεγονότος, και όπου, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχική σχετικότητα του χώρου και χρόνου, μία τέτοια σύνδεση δεν μπορεί κάποιος καν να διανοηθεί.
2) Η σύμπτωση μίας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο (λίγο- πολύ ταυτόχρονο) εξωτερικό γεγονός που λαμβάνει χώρα έξω από το αντιληπτικό πεδίο του παρατηρητή, δηλαδή, σε κάποια απόσταση, και επαληθεύσιμο μόνο ύστερα.
3) Η σύμπτωση μίας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο, όχι ακόμη πραγματοποιημένο, μελλοντικό γεγονός το οποίο είναι μακρινό στο χρόνο και επομένως μπορεί να επαληθευτεί μόνο εκ των υστέρων.
Ο Jung βασίστηκε στη θεματολογία μιας σειρά πειραμάτων όπως, για παράδειγμα, αυτά που διεξήχθηκαν από τον γιατρό Rhine πάνω στη λεγόμενη εξωαισθητήρια αντίληψη, (ESP) για να εξηγήσει αλλά και να εντάξει τα ‘παραφυσικά’ φαινόμενα’ στη θεωρία του:
‘‘Αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες είναι ανεπαρκείς απέναντι στα γεγονότα, για τα οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν. Τα πειράματα του Rhine μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ότι υπάρχουν γεγονότα που σχετίζονται μεταξύ τους πειραματικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση με νοήμονα τρόπο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα απόδειξης ότι αυτή η σχέση είναι αιτιακή, καθώς η ‘μετάδοση’ δεν παρουσιάζει καμία από τις γνωστές ιδιότητες της ενέργειας. Υπάρχει επομένως καλός λόγος να αμφισβητηθεί ότι τίθεται θέμα μετάδοσης ενέργειας εξαρχής. Τα πειράματα με το χρόνο αποκλείουν κατά κανόνα οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση, επειδή θα ήταν παράλογο να υποθέσει κάποιος ότι μία κατάσταση που δεν υπάρχει ακόμα και θα εμφανιστεί μόνο στο μέλλον θα μπορούσε να μεταδοθεί ως φαινόμενο ενέργειας σε ένα δέκτη στο παρόν. Φαίνεται καλύτερο ότι μία επιστημονική εξήγηση θα πρέπει να αρχίσει με μία κριτική σχετικά με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου αφενός, και με αυτή του ασυνείδητου αφετέρου. Όπως έχω πει, είναι αδύνατο, με τα σημερινά μας μέσα, να εξηγηθεί η ESP, ή το γεγονός της νοήμονης σύμπτωσης, ως ενεργειακό φαινόμενο. Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της αιτιακής εξήγησης επίσης, επειδή το ‘αποτέλεσμα’ δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο ως ενεργειακό φαινόμενο. Επομένως δεν μπορεί να είναι ένα πρόβλημα αιτίας και αποτελέσματος, αλλά μίας σύμπτωσης στο χρόνο, ένα είδος ταυτοχρονικότητας. Λόγω αυτής της ιδιότητας του ταυτοχρονισμού, επέλεξα τον όρο ‘συγχρονικότητα’ για να υποδείξει έναν υποθετικό παράγοντα ισοδύναμο σε ισχύ με την αιτιότητα ως ερμηνευτική αρχή.’’
Η συγχρονικότητα, επομένως, θα μπορούσε να αποτελέσει τη ‘Μεγάλη Ενοποιό Θεωρία,’ η οποία, πιθανώς, θα μπορούσε να συμπεριλάβει τόσο τα φυσικά, όσο και τα ‘ψυχικά’ φαινόμενα στο πλαίσιο μιας ενιαίας περιγραφής. Θα μπορούσε ακόμη να συμπεριλάβει και φαινόμενα που ακόμη δεν έχουν εξηγηθεί, και για αυτό, άλλωστε, τα ονομάζουμε ‘παραψυχολογικά’ ή ‘μεταφυσικά.’ Το ζητούμενο βέβαια είναι ποιο θα ήταν το συνολικό θεωρητικό πλαίσιο μιας τόσο ευρείας κατηγορίας φαινομένων από τη μία, και από την άλλη μεριά, ποιος θα ήταν ο κατάλληλος συμβολισμός για την περιγραφή τους; Θα ήταν τα μαθηματικά; Ή μήπως μια νέα κατηγορία συμβόλων, τα οποία δεν θα χρειάζονταν απαραίτητα να ‘προστίθενται’ μεταξύ τους;’ Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν αξιόλογη μια έρευνα πάνω σε μια νέα ερμηνεία των ‘αριθμών,’ και στους κανόνες με τους οποίους μια ‘τυχαία’ επανάληψη γεγονότων αποκτάει χαρακτήρα συγκεκριμένης χρονικής ακολουθίας. Με αυτήν την έννοια, θα είχε ενδιαφέρον να δει κάποιος πώς ένα σύνολο ‘στατιστικά απίθανων’ γεγονότων, θα μπορούσε να αναδυθεί στο χώρο του πραγματικού.
===